σύνδεση

Περίπτωση στραγγαλισμού

Περίπτωση στραγγαλισμού Φωτογραφία του Άντι Γουόρχολ, 1978.

 

 

Άρχιζε σε λίγο η παρουσίαση και ο Ιάσων Στραδέλης έβραζε στο ζουμί του. «Κάτι σαν το “πέντε που βραδιάζει” ‒ώρα θανάτου στον Λόρκα‒ η 8η βραδινή έγινε η ώρα των βιβλιοπαρουσιάσεων», σκεπτόταν ο γηραιός πανεπιστημιακός, κοιτάζοντας τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου με τα δεκάδες αντίτυπα του ίδιου βιβλίου και την αφίσα που ανήγγελλε:

Παρουσίαση του μυθιστορήματος:
«Περίπτωση στραγγαλισμού».
Ομιλητής: Ιάσων Στραδέλης,

ομότιμος καθηγητής, ποιητής.

Αναρωτήθηκε σε πόσες παρουσιάσεις βιβλίων είχε μετάσχει ως ομότιμος ή πριν να βγει στη σύνταξη. Τριάντα; Σαράντα; Περισσότερες; Το κύρος του καθηγητή ιστορίας της λογοτεχνίας, η βράβευση μιας ποιητικής του συλλογής και το επιβλητικό παράστημά του τον έκαναν περιζήτητο σε αυτές τις τελετές. Και ας πίστευε πως η μοναχική επίδοση της ανάγνωσης ελάχιστα σχετίζεται με τις κοσμικές αβρότητες των βιβλιοπαρουσιάσεων.

Μια-δυο φορές, είχε δεχτεί ευχαρίστως τον ρόλο του· βιβλία που χάρηκε, θα μιλούσε γι’ αυτά με οποιαδήποτε ευκαιρία. Τις υπόλοιπες φορές τον υπέστη, εξαιτίας της αδυναμίας του να κακοκαρδίσει οποιονδήποτε. «Σε παρακαλώ Ιάσων, είσαι ο πιο κατάλληλος να αναλύσει τη γραφή μου», ο ένας, «ούτε σ’ εμένα αρέσουν τέτοιες εκδηλώσεις, μα, τι να γίνει, επιμένει ο εκδότης», ο άλλος, είχε υμνήσει ένα πλήθος φιλόδοξες μπαρούφες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Κείμενα, καλογραμμένα ή όχι, που νοσταλγούσαν ή αναμασούσαν χωρίς να λένε τίποτε, χωρίς καμιά ιδέα να προτείνουν ή κάτι που να δίνει συνοχή στην πλοκή τους. Κείμενα που είχαν περάσει διορθώσεις, κόντρα-διορθώσεις, πολύωρες επιλογές εξωφύλλων, τυπογραφεία και βιβλιοδετεία, χάρη στο όνειρο κάθε εκδότη να του τύχει μια νεαρή ή όχι τόσο νεαρή Φρανσουάζ Σαγκάν, ένας περιθωρια­κός προς αγιοποίηση, εν είδει Ζαν Ζενέ, μια παραμυθού σαν την Ρόουλινγκ ή ένας ακόμη Νταν Μπράουν! Κείμενα που, είτε αφήσουν κάτι στην ιστορία της λογοτεχνίας ‒ανεπαίσθητο ή ανεπαίσχυντο‒ είτε δεν αφήσουν το παραμικρό, ενδέχεται να αφήσουν κέρδη στον εκδότη. Πόσοι εκδότες ενδιαφέρονται, άλλωστε, να διαβάσουν αυτά που εκδίδουν;

Διαβάζουν όμως οι καθηγητές ιστορίας της λογοτεχνίας και καλούνται, μετά, να παρουσιάζουν τα διαβασμένα· όπως τόσες και τόσες φορές ο πρόθυμος Ιάσων. Αλλά το πράγμα ξεπερνούσε, πλέον, κάθε όριο. Ούτε υψηλόφρονες στοχασμοί, νέου ή νέας, ούτε εφηβικές αφέλειες, κυρίου ή κυρίας σε ωριμότητα. Το μυθιστόρημα που είχε να παρουσιάσει δεν ήταν, απλώς, μέτριο· ήταν απαράδεκτο. Ο συγγραφέας ‒ένας τέως διευθυντής τραπέζης, μικρόσωμος κι ελάχιστα νεότερός του‒ του είχε συστηθεί σε ανάλογη εκδήλωση, τον είχε περιλούσει με την εκτίμησή του, του είχε παραθέσει ονόματα «κοινών φίλων» και του τηλεφώνησε, κάποιο πρωί, να του πει ότι εκδίδει «αστυνομικό μυθιστόρημα»!

Φυσικά, τον ήθελε ως ομιλητή για την παρουσίαση σε κεντρικό βιβλιοπωλείο. Ο ευγενής Ιάσων ζήτησε να δει το έργο, εξηγώντας: «Ξέρεις, ελάχιστα αστυνομικά έχω διαβάσει, δεν είμαι αρμόδιος». «Τι λες, Ιάσονά μου; Αν δεν είσαι εσύ, ποιος είναι; Και μην ξεχνάς πως τα αστυνομικά είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα της σήμερον. Γι’ αυτό έσπασαν τα ταμεία! Ένα σωρό νέοι αναγνώστες εξερευνούν την Ελλάδα του ’50 με τις υποθέσεις του αστυνόμου Μπέκα, αν τις θυμάσαι. Για να μη σου πω πόσοι νέοι συγγραφείς αναδεικνύονται στις πλάτες αυτού του παλιού ήρωα.» Μετά λίγη ακόμα πίεση, ο Ιάσων συναίνεσε μοιρολατρικά.

Με τις αργοπορίες του εκδότη, έλαβε το μυθιστόρημα τρεις μέρες πριν την παρουσίαση· ενώ είχαν ήδη τυπωθεί αφίσα και προσκλήσεις. Κι όταν επιτέλους το διάβασε, κατάλαβε πως είχε παγιδευτεί. Η Περίπτωση στραγγαλισμού δεν συνιστούσε μόνο «στραγγαλισμό» κάθε λογοτεχνικότητας. Περιφρονούσε και κάθε αφηγηματικό κώδικα. Απέραντες φλυαρίες ιστορούσαν τον φόνο ενός πενηντάχρονου από μια παλιά του ερωμένη και μητέρα νεαρής, με την οποία ο πενηντάχρονος καλλιεργούσε προοπτικές ερωτικού δεσμού, αγνοώντας ότι είναι κόρη του! Όλα άρχιζαν με την ανεύρεση του πτώματος κι έπειτα περιπλέκονταν σ’ ένα μυστήριο που, μη ξέροντας να το λύσει μέσω κάποιου ήρωα, ο συγγραφέας το επεξηγούσε αυτοπροσώπως στον «επίλογο». Πώς η έξαλλη μητέρα επισκέφτηκε αιφνιδιαστικά τον ώριμο γόη, τον έριξε με μια σπρωξιά στο πάτωμα και τον στραγγάλισε πατώντας τον λαιμό του με το παπούτσι της· ώστε και την κόρη να σώσει από την αιμομιξία και να εκδικηθεί τον άνδρα που «της είχε δώσει παπούτσι». Με την απουσία δακτυλικών αποτυπωμάτων να της εξασφαλίζει, επιπλέον, ατιμωρησία για την πράξη της!

Μετά την ανάγνωση, ο Ιάσων αποφάσισε να δηλώσει άρρωστος την τελευταία στιγμή. Όσοι καταδικάζουν τον λιποτάκτη, ας πάνε να πολεμήσουν στη θέση του. Δεν ήταν δυνατό να επαινέσει τέτοιο ανοσιούργημα. Τι να έλεγε για τις φαιδρότητες της πλοκής και τι για το ύφος; Ένας διαρκής όσο και παιδαριώδης ενεστώς διέτρεχε όλη την αφήγηση, μέχρι και τον «επίλογο», χωρίς κανένα ρήμα στον παρατατικό ή σε άλλον χρόνο. Ως αποκλειστικός ομιλητής, δεν ήταν δυνατό να βγει να στηλιτεύσει το βιβλίο κι οι διακριτικές επιφυλάξεις δεν θα τον έσωζαν. Το πιθανότερο, βέβαια, ήταν να πουλιόντουσαν μερικές δεκάδες αντίτυπα σε συγγενείς ή γνωστούς του συγγραφέα και το πράγμα να ξεφούσκωνε εκεί. Ο ίδιος, ωστόσο, έμενε εκτεθειμένος.

Ο συγγραφέας τον αιφνιδίασε όπως η φόνισσα του μυθιστορήματος τον παλιό εραστή. Εμφανίστηκε στο σπίτι του από τις έξι, ενώ ετοιμαζόταν να τηλεφωνήσει στο βιβλιοπωλείο, να δηλώσει βαριά άρρωστος και ας περιοριζόταν η εκδήλωση σε μια συζήτηση του συγγραφέα με το κοινό του. Τον βρήκε απολύτως υγιή (με εξαίρεση το ότι χλόμιαζε από την έκπληξη). «Ήρθα να σε πάρω εγώ, να μην ταλαιπωρείσαι με λεωφορεία, αφού δεν έχεις αμάξι», του δήλωσε εγκάρδια και στρώθηκε για καφέ. Συνεχίζοντας να τον ευχαριστεί, για την πολύ μεγάλη τιμή που του έκανε, «κοτζάμ ομότιμος καθηγητής», του υπέδειξε, πριν ξεκινήσουν, ότι θα έπρεπε να τονίσει «τον πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών, στη ζωή όπως στην τέχνη, σαν το σημαντικό, κοινωνικό μήνυμα του βιβλίου, πίσω από το αστυνομικό μυστήριο». Άφωνος, σε όλη τη διαδρομή, ο Ιάσων αισθανόταν ως πρόβατον επί σφαγήν.

Από τον χώρο όπου πάρκαραν, μέχρι το βιβλιοπωλείο, σκέφτηκε να κάνει ότι παραπατά και να σωριαστεί στον δρόμο, σπάζοντας ή στραμπουλώντας κάποιο άκρο. Άλλος τρόπος να γλιτώσει, από τους καθ’ υπόδειξιν επαίνους τέτοιου «φεμινισμού», δεν απέμενε. Μα ο αυτοτραυματισμός μπορεί να παραή­ταν σοβαρός για την ηλικία του. Ανάμεσα στο να βρεθεί κατάκοιτος σε νοσοκομείο ή ρεζίλι σε βιβλιοπωλείο, η επιλογή παρέμεινε μετέωρη.

Καθυστέρησε στην είσοδο, μπρος στη βιτρίνα, ενόσω συνέρεαν τα πλήθη. Τον προσπερνούσαν αδιάφοροι, οι πιο πολλοί, ή με ελαφρά νεύματα, κάποιοι που τον αναγνώριζαν. Ο τέως διευθυντής είχε καταφέρει να μαζέψει όλους τους τραπεζικούς της πόλης, με τις οικογένειές τους, συν δυο τρεις πολιτευτές και μια εκπρόσωπο του Νομάρχη. Αυτούς τους τελευταίους, μάλιστα, φρόντιζε να τους οδηγεί ο ίδιος, περιχαρής, στις κρατημένες πολυθρόνες της πρώτης σειράς.

Ειδικοί προβολείς φώτισαν το τραπέζι όπου θα κάθονταν συγγραφέας και ομιλητής. Κάποιοι θα βιντεοσκοπούσαν την ομιλία. Μια χαριτόβρυτη υπάλληλος έτρεξε ως την είσοδο, να πληροφορήσει τον Στραδέλη ότι αρχίζουν. Είχαν γίνει και τα τελευταία τεχνικά τεστ. Κυρίες με ακριβά φορέματα, γραβατωμένοι κύριοι και ποικιλότροπα ντυμένοι νεαροί ή νεαρές σώπασαν, όταν ο Ιάσων κατευθύνθηκε στο πόντιουμ. Ο μικρόσωμος τραπεζικός είχε ήδη κορδωθεί εκεί, μ’ ένα στυλό μονμπλάν ανά χείρας· έτοιμος να υπογράψει άφθονα αντίτυπα του «κοινωνικοαστυνομικού» του μυθιστορήματος, που θα έσπαζε τα ταμεία.

Ο Ιάσων σωριάστηκε στην καρέκλα του και την ένιωσε σαν «ηλεκτρική». Σίγουρα θα τερμάτιζε τη φήμη του, ως σεβάσμιου ακαδημαϊκού. Είχε ήδη ακούσει επικρίσεις για τις συμβολές του στην προώθηση απίστευτων μετριοτήτων. «Αφού προσφέρεσαι να σε απομυζούν σταγόνα-σταγόνα», του είχε πει μια συνάδελφος, «σε λίγο θα σε λένε Στραγγισμένο, όχι Στραδέλη». Δυσφόρησε, μα ήξερε πως οι επικριτές ‒καλοί του φίλοι, όλοι‒ είχαν δίκιο. Δεν κατάφερε, όμως, να αρθρώσει ούτε ένα όχι. Ενέδωσε, ξανά και ξανά, κι οι αλλεπάλληλες δυσφορίες έδρασαν αίφνης αθροιστικά. Άρχισε να ζαλίζεται από τη ζέστη των προβολέων και του πυκνού πλήθους, ενώ η όρασή του θόλωνε.

«Κυρίες και κύριοι», ψιθύρισε και σώπασε. Του έκαναν νόημα να πλησιάσει το μικρόφωνο. «Κυρίες και κύριοι», επανέλαβε δυνατότερα, «πριν πω οτιδήποτε για το βιβλίο, επιτρέψτε μου να επισημάνω ένα πραγματολογικό σφάλμα του συγγρα­φέα. Η περίπτωση στραγγαλισμού, την οποία περιγράφει, δεν είναι τόσο… ευλογοφανής. Λίγα ξέρω από αστυνομικά μυθιστορήματα, μα πώς είναι δυνατό να σε στραγγαλίσει κάποιος, πατώντας σε στον λαιμό με το παπούτσι του;».

Χαμογέλασε αμήχανα. Βλέμματα ευφρόσυνης προσδοκίας ανταπέδωσαν το χαμόγελό του. Ακροατήριο και συγγραφέας, από δίπλα, ήταν βέβαιοι πως έστηνε κάποιο ρητορικό τέχνασμα. Μια επιφύλαξη στην αρχή, ώστε να αναδειχτούν, μετά, τα αναμενόμενα εγκώμια. Ως και η εκπρόσωπος του νομάρχη τον κοίταξε φιλικά, παραβιάζοντας την αμεροληψία των Αρχών σε θέματα φιλολογικής αξιολόγησης. (Τα μόνα στα οποία οι Αρχές μπορούν να δείχνονται αμερόληπτες.) Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του, στράφηκε στον μωροφιλόδοξο τραπεζικό, τον βούτηξε με τα δυο χέρια από τον λαιμό και ουρλιάζοντας: «Να, έτσι στραγγαλίζουν, έτσι, έτσι, έτσι!», περάτωσε την επίδειξη ορθού στραγγαλισμού, χωρίς να προλάβει κανείς να τον σταματήσει εγκαίρως.

Μέχρι να καταδικαστεί ο Ιάσων Στραδέλης, για ανθρωποκτονία από πρόθεση, η Περίπτωση στραγγαλισμού έσπασε, πράγματι, τα ταμεία.