σύνδεση

Η (καβαφιστί) ουτιδανότης ως άποψη

Bakounakis at large in New York (thanks to Onassis Foundation? or…?), and at Princeton as… Greek celebrity (or legacy)

«Ὁ ὠφελιμώτερος τρόπος νὰ μεταχειρίζωνται [ὁρισμένοι δημοσιογράφοι] τὸ μελάνι
των θὰ ἦτο ἂν μαύριζαν μὲ αὐτὸ τὰ ὑποδήματά των
»
                                                                                                          (Εμμανουήλ Ροΐδης)

 

Μένει κανείς ενεός. Ή για να το πούμε πιο λαϊκά: αποσβολωμένος. Αναρωτιέσαι (μάλλον αφελώς): είναι δυνατόν, σε αυτή τη χώρα, να υπάρχει τόσο θράσος και τόση αμάθεια που τολμά να επιδεικνύεται σε μια ιστορική εφημερίδα όπως το Βήμα της Κυριακής και μάλιστα τώρα που παλεύει να επιβιώσει κρατώντας τη σημαία της εγκυρότητας και της αντικειμενικότητας; Είναι δυνατόν κάποιος να παριστάνει τον πεπαιδευμένο και ανεξάρτητο δημοσιογράφο και να συμπεριφέρεται σαν αλλοπρόσαλλος εκπρόσωπος δημοσίων σχέσεων ιδιωτικού ιδρύματος; Είναι δυνατόν να είναι κανείς τόσο βέβαιος ότι οι αναγνώστες έχουν εθιστεί στον σανό της εφημεριδοσύνης σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταπίνουν κάθε επικοινωνιακή σαβούρα σαν παντεσπάνι λόγιας γνώμης; Είναι δυνατόν η αυθαιρεσία και η προκατάληψη ανθρώπων, που είναι καταφανέστατα σε διατεταγμένη υπηρεσία, να εκλαμβάνεται για σοβαρή άποψη; Εντέλει, είναι δυνατόν να μην αντιδρά κανείς σε παρόμοιες επιδείξεις διανοητικής ακηδίας και συλλογιστικής προχειρότητας;

Δυστυχώς είναι δυνατόν (καθώς και πολλά άλλα), όταν ο «δράστης» ακούει στο όνομα Νίκος Μπακουνάκης. Ο εν λόγω δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός θα έπρεπε, πριν αναλάβει αυθορμήτως (;) και αυτοκλήτως (;) την υπεράσπιση του Ιδρύματος Ωνάση (Το Βήμα της Κυριακής 23.4.2017, διαθέσιμο στο https://goo.gl/VPZWJg), να είχε ενημερώσει επαρκώς για το ζήτημα τους αναγνώστες του και κατόπιν να εκφέρει τεκμηριωμένη γνώμη. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια ότι έπρεπε να είχε ενημερωθεί ο ίδιος. Το πρώτο ατόπημα είναι ότι στο αυθορμήτως προσφερόμενο άρθρο του δεν μνημονεύει καν την Athens Review of Books, οπότε ευλόγως θα αναρωτηθεί κανείς πού δημοσιεύτηκαν τα κείμενα στα οποία αναφέρεται ο αρθρογράφος. Δεν θα του περάσει από τον νου ότι η αστική αβρότης του Μπακουνάκη βδελύσσεται (πετάξω τ σαταν) ακόμη και το όνομα του περιοδικού.

Ο Μπακουνάκης, όπως εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα γραφόμενά του, μπήκε στον χορό χωρίς να τον γνωρίζει. Αν τον γνώριζε θα είχε ενημερώσει τους αναγνώστες του, τουλάχιστον για τα εξής: ότι η ARB, όπως θα έκανε κάθε περιοδικό που μεριμνά για την απρόσκοπτη πρόσβαση στην πληροφορία και στην ελεύθερη έκφραση γνώμης, έδωσε βήμα σε επιστήμονες που αντιμετώπιζαν ένα σοβαρό πρόβλημα· το ίδιο θα έκανε και αν είχε παρόμοιο πρόβλημα οποιοσδήποτε επιστήμονας· είναι γνωστό άλλωστε ότι η ARB δεν ανήκει σε κλίκες, παρέες, κονκλάβια και συμφέροντα. Εκτός από το να δώσει βήμα στους ενδιαφερόμενους όμως η ARB δημοσίευσε εξώδικες και επιστολές του Ιδρύματος προς τους μελετητές, έγγραφα που έχουν συγκλονίσει την επιστημονική κοινότητα και τα οποία ο Μπακουνάκης μάλλον δεν είχε την πρόνοια να διαβάσει. Όπως δεν φρόντισε να ενημερωθεί για τη στάση και τη συμπεριφορά ανθρώπων που εκπροσωπούν σήμερα το Αρχείο Καβάφη, συμπεριφορά ανοίκεια που μετατρέπεται σε αναίσχυντη, όταν αντί της σοβαρής και ευθείας απάντησης (με όνομα και ιδιότητα), χρησιμοποιούνται διάφορα φερέφωνα, υποκείμενα δηλαδή που υπογράφουν «αντ’ αυτού».

Με τον τρόπο αυτόν καταλήγουμε στο οξύμωρο: ο ισχυρός και προνομιούχος να παριστάνει τον κατατρεγμένο και αδικημένο, ενώ οι εξόφθαλμα ταλαιπωρημένοι από την προσβλητική συμπεριφορά του Ιδρύματος μελετητές (αλλά και η ARB) να παρουσιάζονται ως κακόβουλοι τιμητές και ύπουλοι ομοφοβικοί... Ο Μπακουνάκης τα προσπερνά όλα αυτά, όπως προσπερνά και τα ουσιαστικά σχόλια του περιοδικού για ένα θέμα που ξεπερνά το συγκεκριμένο Ίδρυμα και τον γραφικό «επιστημονικό σύμβουλό» του και αναφέρεται γενικότερα στη διαχείριση της πολιτισμικής εξουσίας και στην επιβολή μιας πολιτικής ορθότητας που απαιτεί σε κάθε σου βήμα να κραδαίνεις (ως απειλή και ως εύσημο) την «ταυτότητά» σου. Εμείς στην ARB είμαστε εναντίον των ταυτοτήτων και γι’ αυτό δεν τις ζητούμε από κανέναν. Άλλοι θέλουν ντε και καλά να μας επιβάλουν τη δική τους.

Τα χειρότερα όμως έπονται. Ο Μπακουνάκης δεν έχει κανέναν δισταγμό να δηλώσει ότι με το Ίδρυμα Ωνάση τον συνδέουν εκλεκτικές σχέσεις. Γράφει: «Προσωπικά έχω δεχθεί ερευνητική χορηγία από το Ίδρυμα για έρευνά μου σε αρχεία, ανήκω στους αξιολογητές φακέλων φοιτητών για υποτροφίες Ωνάση και επίσης, ως καθηγητής στο Πάντειο, αισθάνομαι τυχερός που με χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση το Πανεπιστήμιό μας έχει αποκτήσει ένα πλήρες ραδιοτηλεοπτικό στούντιο». Εδώ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά. Ίδρυμα κερνά και Μπακουνάκης πίνει. Όλα δικά μας. Και Εφημερίδα, και Ίδρυμα και Πανεπιστήμιο. Το Ίδρυμα πληρώνει, η Εφημερίδα πληρώνει, το Πανεπιστήμιο πληρώνει. Η ARB κάτι τέτοιους δεν τους πληρώνει. Τι πιο εύκολο λοιπόν. Γράφουμε στην εφημερίδα πόσο καλό είναι ένα ίδρυμα που με πληρώνει, αλλά ευεργετεί, ξώφαλτσα, και το πανεπιστήμιο. Παρεμπιπτόντως, οι πληροφορίες μας από το Πάντειο αναφέρουν ότι το ραδιοτηλεοπτικό στούντιο χρηματοδοτήθηκε από το ίδιο το Πανεπιστήμιο με 45.000 ευρώ, ενώ το Ίδρυμα Ωνάση συνεισέφερε με μια μικρής κλίμακας χορηγία. Μην κάνουμε και την τρίχα, τριχιά.

Ας παραμείνουμε όμως λίγο στο ανήκουστο: δημοσιογράφος σοβαρής εφημερίδας αντί να δίνει μια όσο πιο αντικειμενική εικόνα στους αναγνώστες για τα δεδομένα μιας διαμάχης –που είναι για μας διαμάχη περί αρχών–, αφήνοντάς τους να κρίνουν ανεπηρέαστα, λειτουργεί σαν εκπρόσωπος τύπου ιδιωτικού ιδρύματος. Απορεί κανείς για την κατάντια της δημοσιογραφίας, απορεί ακόμη περισσότερο για την άνεση με την οποία άνθρωποι σαν τον Μπακουνάκη κυριαρχούν στον πολιτισμικό χώρο. Δυστυχώς είναι πολλοί εκείνοι που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν την μονομέρεια, τη σκοπιμότητα, το στημένο παιχνίδι, το μίζερο παρασκήνιο, την θλιβερή προκατάληψη, την αλαζονική περιφρόνηση, το ασυλλόγιστο θράσος. Ο παχυδερμισμός είναι ο χειρότερος εχθρός αυτής της χώρας ιδιαίτερα στους κύκλους της μορφωμένης «μπουρζουαζίας». Ο Μπακουνάκης το γνωρίζει αυτό, γι’ αυτό γράφει με την αμεριμνησία ανθρώπου που δεν λογοδότησε ποτέ για τις καταχρήσεις του δημόσιου λόγου.

Εντέχνως βέβαια φροντίζει να σημειώσει ότι το όλο ζήτημα αφορά μια δήθεν προσωπική διένεξη ανάμεσα στους μαθητές/συνεργάτες του Γ.Π. Σαββίδη και στο Ίδρυμα Ωνάση. Τεχνηέντως όμως παριστάνει ότι δεν κατανοεί το πραγματικό πρόβλημα. Η ARB, αν υπήρχε τότε, θα έκανε το ίδιο απέναντι σε κάθε καταχρηστική ή ηγεμονική διαχείριση του Αρχείου Καβάφη, του Σαββίδη και των κληρονόμων του μη εξαιρουμένων. Επομένως ας μην πέσουμε στη περίπτωση της παροιμίας «περσινά ξινά σταφύλια» και ας παραμείνουμε στο παρόν. Όποιος και αν ήταν, όποιος και αν είναι τώρα ή στο μέλλον, ο ιδιοκτήτης του Αρχείου Καβάφη εμείς είμαστε σταθεροί και αμετακίνητοι στη θέση μας: τα αρχεία ανήκουν σε όλους ακόμη και αν τα διαχειρίζονται ολίγοι. Κανείς δεν μπορεί να έχει προνομιακή αντιμετώπιση στην έρευνα. Και κανείς δεν μπορεί να αξιοποιεί μέρος του αρχείου για λογαριασμό του, απαγορεύοντας ή εμποδίζοντας την ταυτόχρονη πρόσβαση σε άλλους.

Σπασμωδική επομένως και σόλοικη η παρέμβαση του Μπακουνάκη. Θα μπορούσαμε να την αντιπαρέλθουμε ως ακούσια ελαφρότητα. Επειδή όμως ο εν λόγω κύριος τυχαίνει να είναι και πανεπιστημιακός (τη δημοσιογραφία, την ΕΣΗΕΑ, και τη συναφή δεοντολογία τα αντιμετωπίζουμε ως ανέκδοτο), αναρωτιόμαστε: τι παράδειγμα δίνει στους φοιτητές και πώς κρίνεται η συμπεριφορά του από τους συναδέλφους του; Δεν είμαστε αφελείς, γνωρίζουμε ότι και το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο έχει αλωθεί, σε μεγάλο βαθμό, από ανθρώπους που δεν διαφέρουν από τον Μπακουνάκη.

Εδώ ας σταθούμε· το μόνο που απομένει είναι το δαντικό guarda e passa… Όμως ο μόνιμος συμπαραστάτης/υποβολέας μας Εμμανουήλ Ροΐδης έχει άλλη γνώμη: «ν σ μάθεια κα ασχρότης κυλίονται ες τ καταγώγια τς βορβορώδους φημεριδογραφίας, σιγ κα περιφρόνησις πιβάλλονται ες πάντα σεβόμενον αυτόν, λλ’ ταν αται ναρριχηθσιν πωσδήποτε ες δραν Πανεπιστημίου, πίθεσις κατ’ ατν καθίσταται παράβατον καθκον».

Κατά τα φαινόμενα έπεται συνέχεια…

23.4.2017

The Athens Review of Books