σύνδεση

Ο Καρυωτάκης κι εμείς

Η πολιτική διάσταση του σαρκασμού
Ο Καρυωτάκης κι εμείς Ο Καρυωτάκης με τον Νίκο Καράκαλο στο Παλαιό Φάληρο, 17 Απριλίου 1925. [Από το αρχείο του Θ. Γ. Καρυωτάκη]. Πηγή: Γ. Π. Σαββίδης κ.ά., "Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη", ΜΙΕΤ 1989.

 

 

Εκτός από την εμμονή με τον Ροΐδη, που έχει αποτυπωθεί ποικιλοτρόπως στις σελίδες της ARB, υπάρχουν και άλλες εμμονές σε αναμονή. Μία από αυτές, ίσως η πιο επείγουσα, είναι ο Καρυωτάκης. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για εύνοια ή, αν η ενόχληση είναι μεγάλη, για προκατάληψη. Εμείς επιμένουμε στην εμμονή, υπό την έννοια ότι από τον πολιτισμό των νεοελλήνων μάς ενδιαφέρουν πρωτίστως οι εξαιρέσεις ή οι παραφωνίες, εκείνοι δηλαδή οι συγγραφείς και στοχαστές που δεν ακολουθούν το ρεύμα αλλά διαλέγουν το απάτητο μονοπάτι, τη δύσκολη ατραπό· εκείνοι που δεν χαϊδεύουν τους αναγνώστες τους αλλά ανατρέπουν τις στερεότυπες προσδοκίες τους. Δεν είναι πολλοί, και γι’ αυτό έχουν προτεραιότητα στις προτιμήσεις μας. Αναμφίβολα μας ενδιαφέρει η ποιότητα της γραφής και το βάρος του λόγου, παράλληλα όμως μας ενδιαφέρει η δυνατότητα να αξιοποιηθεί το έργο τους για τις σημερινές ανάγκες. Θεωρούμε ότι στις περιπτώσεις αυτές το παρελθόν δεν παραμένει νεκρό στο φιλολογικό μουσείο ή στο εθνικό μαυσωλείο αλλά ενεργοποιείται εκ νέου στις καινούργιες περιστάσεις για να συγκροτήσει τη δύναμη της διαφοράς και της ρήξης στην τέχνη και στη ζωή. Γιατί λοιπόν ο Καρυωτάκης τώρα;

Με την υπόσχεση ότι θα επανέλθουμε (άλλωστε οι εμμονές είναι ισόβιες), η απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή. Για την ώρα επομένως, ιδού οι λόγοι που μας ώθησαν να συνδέσουμε το παρελθόν με το παρόν:

 

α) Ο Καρυωτάκης είναι ένας αιωρούμενος ποιητής. Αιωρούμενος ανάμεσα στη γενιά του Παλαμά/Σικελιανού και στην παρέα που ονομάστηκε γενιά του ’30 (το σωστό θα ήταν «και στον ελληνικό μοντερνισμό»). Μολονότι βρέθηκε στην πιο δύσκολη θέση κατάφερε να γλιτώσει από τον πνιγμό και να εκφέρει έναν λόγο μοναδικό, έναν λόγο δικό του που δεν ταιριάζει με τίποτε άλλο. Η αξία του είναι η μοναδικότητά του. Όπως ήταν αναμενόμενο οι παλαιοί σιώπησαν και οι νεότεροι θορυβήθηκαν. Σιωπή και αμφισβήτηση λειτούργησαν εναντίον του, όμως δεν κατάφεραν τελικά να σβήσουν στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας την εξαίρεση που λέγεται «Καρυωτάκης».

β) Ο Καρυωτάκης δεν εκπροσωπεί κάποια ομαδική κίνηση, ένα ρεύμα τέλος πάντων. Δεν διέθετε υποστηρικτές, διαφημιστές, ούτε καν πρόθυμους φίλους. Πορεύτηκε μόνος του. Στάθηκε όμως τυχερός. Στην εποχή του βρέθηκαν άνθρωποι όπως ο Τέλλος Άγρας και ο Κλέων Παράσχος (κυρίως ο πρώτος), που φάνηκαν γενναιόδωροι και οξυδερκείς, που αναγνώρισαν την αξία του, έστω και αν κάτι τέτοιο μείωνε το δικό τους έργο. Ο Καρυωτάκης είναι ο κατεξοχήν ποιητής του ελληνικού μεσοπολέμου. Σε αυτή τη θέση παραμένει πάντα μοναχικός και αναντικατάστατος.

γ) Ο Καρυωτάκης συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα. Και το όνομα αυτού «καρυωτακισμός». Πολύ μελάνι έχει χυθεί τότε και τώρα για τον όρο. Όποια και αν υπήρξε η επίδραση του ποιητή στην εποχή του δεν είναι αρκετή για τέτοια σαρωτική γενίκευση. Ο «καρυωτακισμός» χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα, το πρόσχημα μιας επιδημίας. Ο απώτερος στόχος, εκ των πραγμάτων και κατά συνεκδοχή, δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Καρυωτάκη. Τυχαία άραγε όσοι κατέφυγαν στον όρο αυτό, για να καταδικάσουν το φαινόμενο, ήταν πρωτεργάτες, σύμμαχοι ή οπαδοί της γενιάς του ’30; Αναρωτιόμαστε: όσοι τα τελευταία χρόνια επανέρχονται στον όρο, γιατί μένουν στα τετριμμένα και δεν μελετούν τις σχέσεις εξουσίας και αντιπαράθεσης στον πολιτισμικό χώρο; Γιατί δεν συμπεριλαμβάνουν στις εκτιμήσεις τους και τους τρόπους διακίνησης και διεκδίκησης του πολιτισμικού κεφαλαίου; Μήπως γιατί εξακολουθούν να είναι ζαλισμένοι από τα θυμιάματα των επιγόνων της κατασκευασμένης γενιάς;

δ) Δεν υποτιμούμε τη λογοτεχνική πλευρά του Καρυωτάκη. Αν δεν είχε πετύχει να μεταφράσει ποιητικά την ιδιαιτερότητά του, αν δεν είχε βρει τον δικό του δρόμο στην τέχνη, δεν θα είχε ξεχωρίσει στην ιστορία της λογοτεχνίας. Θεωρούμε όμως παράλληλα ότι η ποίησή του έχει και κοινωνική διάσταση, υπό την έννοια ότι χρησιμοποιεί ως αντίδοτο στην ελεγειακή θεώρηση της ύπαρξης τη σαρκαστική αμφισβήτηση καθιερωμένων εκδοχών της ατομικής και της συλλογικής ταυτότητας. Ο σαρκασμός του Καρυωτάκη, ως αντίρροπη δύναμη, συγκρατεί τον υπαρξιακό του μηδενισμό. Αυτό που ο ίδιος ονόμασε «σάτιρες» δεν είναι παρά ένας σκληρός καθρέφτης μέσα στον οποίο το «εγώ» και το «εμείς» κρίνονται και δοκιμάζονται. Ο Καρυωτάκης αποφεύγει το κοινωνικό κήρυγμα γιατί η ποίησή του αποφεύγει την απλοϊκή στράτευση. Αν η κοινωνική του κριτική δεν έχει χάσει τη ζωτικότητά της, είναι γιατί κατάφερε να την ασκήσει ποιητικά αναμιγνύοντας ιδιοφυώς την απαισιοδοξία με τον σαρκασμό.

ε) Ο Καρυωτάκης είναι πολιτικός ποιητής. Όχι με την έννοια της ιδεολογίας και της στράτευσης, αλλά με την έννοια της αντισυμβατικής τέχνης. Αυτό μας συνδέει κατά κύριο λόγο μαζί του. Το έργο του μπορεί ακόμη να λειτουργήσει σαν καθρέφτης αυτοκριτικής και αυτογνωσίας. Ίσως να είναι ο πιο αναγκαίος ποιητής στην Ελλάδα της παρούσας κρίσης, γιατί δεν παρηγορεί και δεν κολακεύει, αλλά σαρκάζει μελαγχολικά την κατάρρευση μιας κοινωνίας που αποφεύγει συστηματικά να αναμετρηθεί με τις ψευδαισθήσεις της. Ο μαστροπός λαός και αι μάζαι, με ιδιοτελή καρδίαν και παρειάν αναίσθητον εις τους κολάφους δεν είναι μόνο μια, ποιητική αδεία, ρητορική υπερβολή, η οποία αναδεικνύει παράλληλα και το χάσμα που βιώνει ο ποιητής στη σχέση του με την ελληνική κοινωνία, αλλά και μια πολιτική θέση που εξακολουθεί να είναι επίκαιρη, γιατί θέτει το δύσκολο ερώτημα της συλλογικής ευθύνης χωρίς να εξιδανικεύει το «εμείς» και να ηρωοποιεί το «εγώ».

Ως εκ τούτου ο τίτλος «εμείς και ο Καρυωτάκης» υποδεικνύει μια σχέση που πρέπει να οικοδομηθεί εκ νέου, μακριά από τον κονιορτό του λογιοτατισμού και τις σειρήνες του λυρικού συναισθηματισμού, και να προβληθεί στην οθόνη της πολιτικής κρίσης.

Η επιμέλεια του αφιερώματος είναι του Δημήτρη Δημηρούλη, τον οποίο ευχαριστούμε και από τη θέση αυτή.