σύνδεση

Η Παιδεία, καταλύτης ανάπτυξης για τη χώρα μας

Η Παιδεία, καταλύτης ανάπτυξης για τη χώρα μας Από την εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου "Εκπαίδευση: ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει". Από αριστερά: Τάσος Αβραντίνης, Κυριάκος Μητσοτάκης, Μανώλης Βασιλάκης, Άννα Διαμαντοπούλου, Θάνος Βερέμης. (Οι φωτογραφίες από την εκδήλωση είναι του Κυριάκου Μακαρονίδη).



Το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη Εκπαίδευση: ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει, έκδοση της Athens Review of Books, παρουσιάστηκε από τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, την πρόεδρο του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη Άννα Διαμαντοπούλου και τον καθηγητή Θάνο Βερέμη σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του Αθήνα 9.84 στην Τεχνόπολη, στις 12 Σεπτεμβρίου. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθυντής της ARB.

Την εκδήλωση της Athens Review of Books τίμησαν με την παρουσία τους ο πρόεδρος του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης και πολλοί βουλευτές του κόμματός του, ο πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Πικραμμένος, οι αντιπρόεδροι της ΝΔ Κωστής Χατζηδάκης και Άδωνις Γεωργιάδης, η πρώην υπουργός Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης, ο πρόεδρος της Δράσης Θόδωρος Σκυλακάκης, οι πρώην υπουργοί Στέφανος Μάνος, Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ο πρώην αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου Χρήστος Ροζάκης, ο πρώην πρόεδρος του ΟΤΕ Παναγής Βουρλούμης και πολλοί πανεπιστημιακοί. Η Athens Review of Books επιθυμεί να ευχαριστήσει και από τις σελίδες της τους ανθρώπους που παραβρέθηκαν στην εκδήλωση δείχνοντας το έμπρακτο ενδιαφέρον τους για το μείζον θέμα της παιδείας και του εκπαιδευτικού συστήματος, καθώς και για την ανάσχεση της αντιμεταρρύθμισης που ξεκίνησε με τον Μπαμπινιώτη, συνεχίστηκε ακμαίως με τους Αρβανιτόπουλο, Λοβέρδο, Μπαλτά και ολοκληρώνεται αγρίως από τον Φίλη.

Στις επόμενες σελίδες παραθέτουμε τις ομιλίες του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Άννας Διαμαντοπούλου οι οποίες είναι διαθέσιμες και στην ιστοσελίδα μας. Θεωρούμε ότι μια τέτοια κοινοποίηση είναι και απαραίτητη και χρήσιμη, διότι δεν πρόκειται για τυπικές ομιλίες σε κοσμική/πολιτική συνάθροιση, με ομιλητές που –ως συνήθως– δεν έχουν διαβάσει το βιβλίο που παρουσιάζουν, αλλά για εμπεριστατωμένα κείμενα ανθρώπων οι οποίοι μελέτησαν τα ζητήματα που ανέπτυξαν και, όπως τόλμησαν στο παρελθόν να προωθήσουν ή να στηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις, το ίδιο αισιοδοξούμε ότι θα τολμήσουν και στο μέλλον. Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε την δήλωση του προέδρου της ΝΔ, ότι «πολλές από τις ενδιαφέρουσες ιδέες [που αναπτύσσονται στο βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη] θα βρουν τη θέση τους στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία».

Ευχαριστώ κατ’ αρχάς τον συντονιστή που είχε την καλοσύνη να ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη των προσδοκιών για τη σημερινή μου παρέμβαση. Χαίρομαι ιδιαίτερα που έχω το προνόμιο να παρουσιάσω το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη, Εκπαίδευση, ελεύθερη επιλογή ή μια γάτα που γαβγίζει.

Πρέπει να σας πω ότι μέχρι που διάβασα το βιβλίο δεν είχα εκτιμήσει πλήρως το βάθος της σκέψης του συγγραφέα γύρω από τα ζητήματα αυτά. Καμία καλή παρουσίαση βιβλίου δεν πρέπει να εξαιρεί από τη δημόσια συζήτηση την παρότρυνση όσων το παρουσιάζουν: «να αγοράσετε και να διαβάσετε αυτό το βιβλίο». Το κάνω, λοιπόν, επιτακτικά. Και το κάνω επιτακτικά όχι επειδή αυτό ορίζει το τυπικό αυτής της διαδικασίας, αλλά επειδή πραγματικά πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό είναι μια φρέσκια πνοή σε έναν συχνά αφυδατωμένο δημόσιο διάλογο και την Παιδεία. Διότι είχα πάντα μία απορία σχετικά με την αναντιστοιχία η οποία υπάρχει μεταξύ της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου για τα ζητήματα Παιδείας και του πραγματικού, έμπρακτου ενδιαφέροντος που δείχνει η μέση ελληνική οικογένεια για την εκπαίδευση των παιδιών της. Και το ενδιαφέρον αυτό αντανακλάται στην πολύ μεγάλη και πολύ σημαντική επένδυση την οποία κάνουμε για να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά μας· και δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι στην Ελλάδα έχουμε μία από τις κατά κεφαλήν υψηλότερες επιδόσεις σε ιδιωτικές δαπάνες νοικοκυριών για την εκπαίδευση.

Και είναι απολύτως βέβαιο επίσης, ότι ιστορικά η Παιδεία ήταν ο κατεξοχήν μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας και προσωπικής προόδου και προκοπής στην Ελλάδα. Και παρά το γεγονός ότι η κρίση μείωσε πολύ σημαντικά τα εισοδήματα του μέσου ελληνικού νοικοκυριού, κατά μέσο όρο κατά 1/3, η Παιδεία αντιμετωπίστηκε σε μεγάλο βαθμό ως μία ανελαστική δαπάνη από τους πιο πολλούς Έλληνες.

Το βιβλίο του Τάσου Αβραντίνη είναι ένα βιβλίο φιλελεύθερο. Δεν θα σας εκπλήξει αυτό το οποίο σας λέω· εξάλλου, ο ίδιος δεν έχει κρύψει ποτέ τις ιδεολογικές του καταβολές. Και είναι ένα βιβλίο το οποίο προσεγγίζει τα ζητήματα της Παιδείας μέσα από μία πολύ ξεκάθαρη, φιλελεύθερη οπτική γωνία. Στο επίκεντρο των θέσεών του και των προτάσεών του βρίσκεται μία αξία η οποία εμένα προσωπικά με βρίσκει απολύτως σύμφωνο. Ποια είναι αυτή; Ότι οι κρατικές υπηρεσίες, όποιες και αν είναι αυτές, οφείλουν να είναι στοχευμένες πρωτίστως στον πολίτη και όχι στον πάροχο. Η πολιτική, δηλαδή, για την Παιδεία –για να το πω με πολύ απλά λόγια– πρέπει να βάζει πρώτα τον μαθητή και τον φοιτητή, όχι τον δάσκαλο και τον καθηγητή. Όπως η πολιτική για την Υγεία πρέπει να βάζει πρώτα τον ασθενή και όχι τον γιατρό. Η συνολική πολιτική για τη δημόσια διοίκηση πρέπει να βάζει πρώτα τον πολίτη και όχι τον δημόσιο υπάλληλο.

Ο συγγραφέας είναι απολύτως σαφής, ότι το σκεπτικό αυτό δεν έχει ως στόχο την υποβάθμιση του ρόλου των εκάστοτε λειτουργών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, των λειτουργών της εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα την αναβάθμισή τους. Διότι ο συγγραφέας με πολύ πειστικό τρόπο μιλάει για την ανάγκη να απομακρύνουμε επιτέλους από την Παιδεία λογικές συντεχνιασμού και επιμένει σε αξιοκρατικές διαδικασίες οι οποίες θα αναδείξουν τους καλύτερους με τα πιο ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Επιτρέψτε μου μία σύντομη παρένθεση. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς και είχα την ευκαιρία το πρωί να επισκεφθώ το 1ο Δημοτικό Σχολείο στο Πέραμα, σε μία ξεχασμένη γειτονιά, το οποίο συστεγάζεται με το Σχολείο Ειδικής Αγωγής του Περάματος. Πρέπει να σας πω ότι έμεινα εντυπωσιασμένος από την ποιότητα του προσωπικού, την ποιότητα των δασκάλων, την ποιότητα του Διευθυντή και ειδικά την ποιότητα της Διευθύντριας του Ειδικού Σχολείου. Είδα ανθρώπους με πάθος, με διάθεση. Ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται απολύτως περιορισμένοι από τον σφιχτό γραφειοκρατικό εναγκαλισμό του Υπουργείου Παιδείας στην άσκηση του δικού τους λειτουργήματος. Και θυμήθηκα μία πρόσφατη ανάλυση, την οποία διάβασα στον έγκριτο Economist, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα, το οποίο δεν νομίζω ότι πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει, ότι η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης συνδέεται πρωτίστως με το διδακτικό έργο στην τάξη. Τελικά τη διαφορά την κάνουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι το μέγεθος της τάξης ή οι υποδομές – χωρίς όμως να υποτιμώ τη σημασία και αυτών.

Και στο πλαίσιο αυτό συγκρατώ τη χαρακτηριστική φράση από τον πρόλογο του βιβλίου, ότι ο ρόλος της σύγχρονης εκπαίδευσης πρέπει να είναι η αύξηση της ικανότητας του ανθρώπου να προσαρμόζεται κάθε στιγμή στις διαρκείς και επιταχυνόμενες αλλαγές. Αλλά, δυστυχώς, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας για τα ζητήματα αυτά, ελάχιστη σχέση έχει με εκείνα τα οποία συζητιούνται διεθνώς για τα ζητήματα της Παιδείας. Δυστυχώς, και με μεγάλη υπαιτιότητα της Κυβέρνησης, έχει εγκλωβιστεί σε συντεχνιακά ζητήματα και σε συνθήματα του χθες, που δεν παρακολουθούν τις ραγδαίες αλλαγές οι οποίες συντελούνται στον χώρο της εκπαίδευσης παγκοσμίως.

Δυστυχώς επίσης οι πιστωτές μας ελάχιστα ασχολήθηκαν με τα θέματα της Παιδείας στα κείμενα των τριών Μνημονίων. Και λέω δυστυχώς, διότι όταν μιλάμε για μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να μας διαφεύγει μία μεγάλη πραγματικότητα, ότι η μεταρρύθμιση στην Παιδεία είναι τελικά η πιο σημαντική επένδυση που μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον του τόπου.

Υπάρχει όμως μία ενδιαφέρουσα αναφορά στο τρίτο Μνημόνιο, στο τρίτο πρόγραμμα το οποίο ψηφίστηκε τον Αύγουστο του περασμένου έτους, η οποία λέει επί λέξει ότι «οι Αρχές σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και τους ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, θα επικαιροποιήσουν ως τον Απρίλιο του 2016 την αξιολόγηση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που εκπόνησε ο ΟΟΣΑ το 2011».

Αντί για την επικαιροποίηση αυτής της πολύ σοβαρής δουλειάς, αυτό το οποίο βιώνουμε, δυστυχώς, είναι η κατεδάφιση κάθε ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας η οποία έλαβε χώρα στην Παιδεία τα τελευταία χρόνια. Και δυστυχώς, σε μία εποχή που τα ζητήματα της Παιδείας πρέπει να αποτελούν κεντρικό μέρος ενός Εθνικού Σχεδίου ανασυγκρότησης, στη χώρα μας συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Έχω κουραστεί να ακούω ατέρμονες συζητήσεις για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά. Ζητήματα τα οποία σε οποιαδήποτε άλλη σοβαρή χώρα είναι απολύτως αυτονόητα. Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το ποιες ειδικότητες και ποιες δεξιότητες χρειαζόμαστε, λαμβάνοντας υπόψη τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας τον οποίον εισηγούμαστε. Αν δηλαδή είναι προς όφελος της εθνικής οικονομίας να παράγουμε τον αριθμό των δικηγόρων, των γιατρών ή των μηχανικών που παράγουν σήμερα τα πανεπιστήμια. Και σίγουρα δεν γίνεται καμία απολύτως συζήτηση για το πώς αλλάζει η ίδια η αγορά εργασίας, ως αποτέλεσμα των ραγδαίων εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας.

Σκεφτόμουν σήμερα πηγαίνοντας στο σχολείο στο Πέραμα ότι ένα πρωτάκι το οποίο μπαίνει σήμερα στην 1η Δημοτικού, θα τελειώσει το σχολείο το 2028 και θα τελειώσει το πανεπιστήμιο αισίως το 2033. Και αναρωτιέμαι αν κανείς σε αυτήν τη χώρα σκέφτεται ουσιαστικά για το πώς θα έχει αλλάξει η αγορά εργασίας. Για το ποια επαγγέλματα θα υπάρχουν σε 15 χρόνια από τώρα και για το πώς θα πρέπει να προσαρμόσουμε την Παιδεία μας ακριβώς σε αυτές τις ανάγκες μιας αγοράς εργασίας η οποία μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς. Να συζητάμε όλα αυτά, με ανοιχτό τρόπο, καταθέτοντας σκέψεις στο τραπέζι, όπως το έκανε ο Τάσος με το θάρρος της γνώμης που τον διακρίνει.

Η Κυβέρνηση, δυστυχώς, κάνει ακριβώς τα αντίθετα. Αντί να σκέπτεται με όρους 2030, μας επιστρέφει ουσιαστικά πίσω στο 1982. Κατεδαφίζει ό,τι καλό έγινε στον χώρο της Παιδείας, για να ικανοποιήσει τελικά τη δική της σκληρή εκλογική πελατεία. Υποχρεωμένη ουσιαστικά να ακολουθήσει μία κατά βάση φιλελεύθερη πολιτική στον τομέα της οικονομίας, μία πολιτική στην οποία ουσιαστικά δεν πιστεύει.

Εκδηλώνει όλα τα νεομαρξιστικά της απωθημένα στον πολύπαθο χώρο της εκπαίδευσης. Θα ήθελα εδώ να δανειστώ μία φράση την οποία χρησιμοποίησε ο Θάνος Βερέμης στην εισαγωγή που έγραψε για το βιβλίο, η οποία νομίζω ότι αποτυπώνει σε μία πρόταση ακριβώς το σκεπτικό της Κυβέρνησης: «Η υπονόμευση της αριστείας είναι η ασφαλέστερη ενέργεια ισοπέδωσης της εκπαίδευσης».

Και βέβαια έπρεπε μέσα από την πολιτική της Κυβέρνησης να αποδομηθεί κυρίως ένα σύμβολο της μεταρρύθμισης στην Παιδεία των τελευταίων ετών. Και το σύμβολο αυτό, ασφαλώς, ήταν ο νόμος 4009/2011, ο οποίος ξηλώνεται μεθοδικά και βάσει συγκεκριμένου σχεδίου. Όταν συζητήθηκε ο νόμος 4009 ήμουν ένας απλός βουλευτής, ο οποίος έτυχε να λάβει τον λόγο σε μία ενδιαφέρουσα τροπή της συζήτησης και όταν η Νέα Δημοκρατία δεν είχε ακόμα απολύτως ξεκαθαρίσει την στάση της απέναντι στον νόμο. Και υπερασπίστηκα με πάθος την ανάγκη να στηρίξει η Νέα Δημοκρατία αυτήν την σημαντική προσπάθεια υπέρβασης των προβλημάτων του ελληνικού πανεπιστημίου, παρά τις επιμέρους διαφορές που είχα με το περιεχόμενο του νόμου.

 
sel20
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της ομιλίας του.

Και πράγματι, ο νόμος αυτός επικυρώθηκε από 255 βουλευτές, την συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής. Και επικυρώθηκε επειδή κατάφεραν τα δύο μεγάλα κόμματα, επί της αρχής, να συμφωνήσουν σε ορισμένες βασικές αρχές. Ποιες είναι αυτές; Να σταματήσει επιτέλους η Παιδεία να είναι χώρος πολιτικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά καταργήθηκε το άσυλο της ανομίας ώστε να υπάρξει πραγματικά ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο. Περιορίστηκε ουσιαστικά ο κομματισμός στην εκλογή των πανεπιστημιακών οργάνων, οριοθετώντας μια νέα και πιο υγιή σχέση με τις πολιτικές παρατάξεις στο πανεπιστήμιο.

Δεν σας κρύβω ότι και εμείς πολιτικά αναπτύξαμε έναν έντονο διάλογο με τις φοιτητικές παρατάξεις, κατά τον οποίο και εγώ προσωπικά επιχείρησα να τους εξηγήσω γιατί δεν είναι ο ρόλος των φοιτητών να συμμετέχουν στις εκλογές των πρυτανικών αρχών. Γιατί οι φοιτητές πρέπει να συμμετέχουν και να διαμορφώνουν άποψη για την ποιότητα της φοιτητικής ζωής, αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα και ούτε το δικαίωμα –κατά την άποψή μου– να συνδιοικούν το πανεπιστήμιο. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι με τον νόμο 4009 –παρά τις όποιες ατέλειές του και τα όποια μειονεκτήματά του– δόθηκε η δυνατότητα να λειτουργήσουν τα πανεπιστήμια με πιο έντονη την αίσθηση του αυτοδιοίκητου. Και βέβαια μέσα από τα Συμβούλια Ιδρύματος δόθηκε η δυνατότητα σε δεκάδες προσωπικότητες από την Ελλάδα και από το εξωτερικό να προσφέρουν στην Ελλάδα με τη μεταφορά τεχνογνωσίας και παραστάσεων.

Δυστυχώς, η σημερινή Κυβέρνηση στην πράξη ξηλώνει τον νόμο αυτό. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να τον έχουμε αξιολογήσει –όπως προέβλεπε και ο ίδιος ο νόμος– και να συζητάμε για το πώς θα τον βελτιώσουμε. Διότι, πράγματι, επιδέχεται βελτίωση το συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Αντί για αυτό μιλάμε για το ξήλωμα ενός νόμου. Μιλάμε για την απόλυτη επιστροφή στην πραγματικότητα του 1982. Προφανώς είναι μια εποχή με την οποία ο κ. Τσίπρας αισθάνεται πολύ μεγαλύτερη ιδεολογική οικειότητα.

Αλλά βέβαια το ξήλωμα και η παρέμβαση στην Παιδεία δεν περιορίστηκε μόνο στην ανώτατη εκπαίδευση. Έχουμε ένα συνολικό πλαίσιο παρεμβάσεων και στη λειτουργία των σχολείων, με την κατάργηση ουσιαστικά των πρότυπων σχολείων, την επαναφορά του κομματισμού στις επιλογές των διευθυντών και μια σειρά από αυθαίρετες και μη μελετημένες προτάσεις για τον προγραμματισμό του τρόπου λειτουργίας του Γυμνασίου.

Ένα είναι βέβαιο όμως, κυρίες και κύριοι, και θέλω να σταθώ και να επιμείνω σε αυτό διότι το αναδεικνύει και με πολύ μεγάλη ένταση ο Τάσος Αβραντίνης στο βιβλίο του. Η Παιδεία μπορεί να αποτελέσει καταλύτη ανάπτυξης για τον τόπο μας. Η αναπτυξιακή διάστασή της μπορεί να είναι και άμεση και έμμεση. Και αυτό είναι κάτι το οποίο αποτυπώνεται με πολύ μεγάλη σαφήνεια στις σελίδες του συγγραφέα. Σε άμεσο επίπεδο, μια πραγματικά εξωστρεφής τριτοβάθμια εκπαίδευση, με προγράμματα διαμορφωμένα, προφανώς, όχι μόνο στα ελληνικά, αλλά και στα αγγλικά, θα ήταν σε θέση να προσελκύσει φοιτητές και σπουδαστές από όλη την ευρύτερη περιοχή της Ελλάδος και τα οικονομικά οφέλη από μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν προφανή.

Στέκεται ο συγγραφέας στο παράδειγμα της Κύπρου, μετά τον σχετικό νόμο ο οποίος ψηφίστηκε το 2005. Εκτός από τα τρία κρατικά πανεπιστήμια που υπάρχουν δημιουργήθηκαν και άλλα πέντε ιδιωτικά. Μέσα από τη φυσιολογική και απολύτως αναμενόμενη και προβλέψιμη αύξηση του ανταγωνισμού και της άμιλλας ανάμεσα στα ιδιωτικά και στα δημόσια πανεπιστήμια αυξήθηκαν όλοι οι ποιοτικοί δείκτες που αναφέρονται στην ποιότητα της εκπαίδευσης στην Κύπρο. Έτσι η Κύπρος έγινε ένας εκπαιδευτικός προορισμός για χιλιάδες φοιτητές. Οι ξένοι φοιτητές σήμερα ξεπερνούν τους 10.000 και υπολογίζεται ότι ο τομέας της εκπαίδευσης συνολικά συνεισφέρει άμεσα και έμμεσα περί τα 150.000.000 ευρώ στην κυπριακή οικονομία κάθε χρόνο. Και με δεδομένο το γεγονός ότι η Κύπρος είναι μια πολύ μικρότερη χώρα σε σχέση με την Ελλάδα, τόσο σε επίπεδο γεωγραφίας όσο και σε επίπεδο πόρων, είναι σαφές ποια μπορεί να είναι τα οφέλη για την ελληνική οικονομία εάν υιοθετούσαμε και εμείς ένα τέτοιο μοντέλο. Θα μπορούσαμε να συζητάμε ενδεχομένως για 100.000 ξένους φοιτητές, 10.000 νέες θέσεις διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού και πάνω από 5.000 νέες θέσεις διοικητικού προσωπικού.

Αλλά προφανώς, για να γίνουν όλα αυτά, θα πρέπει επιτέλους να σπάσουμε το ιερό ταμπού του άρθρου 16 του Συντάγματος, το απόλυτο τοτέμ της αντιμεταρρύθμισης στη χώρα. Ίσως για εμένα το πιο ενδιαφέρον σημείο στο βιβλίο είναι η αντιπαραβολή που κάνει ο Τάσος μεταξύ της διατύπωσης η οποία υπάρχει στο άρθρο 6 του Συντάγματος του 1975 και στο σχετικό προηγούμενο συνταγματικό άρθρο, το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1864 και επανελήφθη και το 1911. Προσέξτε, το Σύνταγμα του 1864 αφιερώνει συνολικά 46 λέξεις στο ζήτημα της Παιδείας σε αντιδιαστολή με τις 500 και πλέον λέξεις του άρθρου 16 του Συντάγματος του 1975. Θέλω να σας διαβάσω επί λέξει τι έλεγε ο συνταγματικός νομοθέτης πριν από ακριβώς 152 χρόνια:

«Η εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Κράτους. Επιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους.».

Αυτό έλεγε το Σύνταγμα της Ελλάδος το 1864. Βρισκόμαστε αισίως στο 2016 και εξακολουθούμε να είμαστε δέσμιοι ενός παράλογου συνταγματικού περιορισμού, που δίνει στην Ελλάδα το προνόμιο να είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία δεν επιτρέπονται ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Ταυτόχρονα, θέλω να τονίσω, ότι η σύνδεση των ιδιωτικών πανεπιστημίων με την έρευνα και την καινοτομία αποτελεί αυτονόητη συνθήκη, απολύτως προφανή για μία χώρα η οποία θέλει να προχωρήσει στον 21ο αιώνα. Προσωπικά είχα την τύχη να φοιτήσω στην Καλιφόρνια, τη Μέκκα της υψηλής τεχνολογίας, και βίωσα από πρώτο χέρι τη δημιουργική διάδραση και διασύνδεση μεταξύ της έρευνας, η οποία γίνεται σε κορυφαία πανεπιστήμια όχι μόνο ιδιωτικά όπως είναι το Στάνφορντ, αλλά και δημόσια όπως είναι το Μπέρκλεϊ, και τον τρόπο με τον οποίο η έρευνα αυτή μετετράπη σε προϊόντα εφαρμοσμένα προς όφελος όχι μόνο της αγοράς, αλλά και των ιδίων των πανεπιστημίων.

Είναι αδιανόητο σε μια εποχή όπου η επιχειρηματικότητα ανθίζει και πάλι στη χώρα μας –παρά την πολύ μεγάλη δυσκολία, οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι στρέφονται στο επιχειρείν–, όπου στα πανεπιστήμιά μας παρά τα πολύ μεγάλα προβλήματα εξακολουθούν να υπάρχουν νησίδες αριστείας. Εμείς εξακολουθούμε να είμαστε εγκλωβισμένοι σε μια αναχρονιστική λογική η οποία λέει «έξω οι επιχειρήσεις από τα πανεπιστήμια». Πρέπει επιτέλους να τελειώνουμε μια και καλή με όλες αυτές τις λογικές.

Θέλω να αναφέρω και κάποιες σκέψεις και παρατηρήσεις σχετικά με τα όσα λέει ο Τάσος για τον τρόπο λειτουργίας των σχολείων. Δεν περιορίζει την ανάλυσή του μόνο στο τι πρέπει να γίνει στα πανεπιστήμια, αλλά καταθέτει και μια σειρά από πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις για το πώς το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής μπορεί τελικά να αποβεί προς όφελος των πολιτών, των γονέων, των παιδιών, αλλά και των ίδιων των σχολείων. Ο Τάσος ανοίγει μια βεντάλια θεμάτων τα οποία πρέπει να συζητηθούν στον δημόσιο διάλογο. Άρση των γεωγραφικών περιορισμών στην επιλογή σχολείου. Άρση της οπισθοδρομικής, κατά την άποψή μου, απαγόρευσης της κατ’ οίκον εκπαίδευσης. Μείωση των σημαντικών αντικινήτρων, και είναι πολλά δυστυχώς, της επιλογής της ιδιωτικής εκπαίδευσης και βέβαια τη δυνατότητα ύπαρξης περισσότερων του ενός εγχειριδίων ανά μάθημα. Είναι ζητήματα τα οποία πρέπει με θάρρος και με τόλμη να τα βάλουμε στον δημόσιο διάλογο.

Αλλά βέβαια η πρόταση την οποία ο Τάσος υπερασπίζεται, με πολύ μεγαλύτερη ένταση, είναι η πρόταση των κουπονιών εκπαίδευσης. Μια πρόταση η οποία από μόνη της προκαλεί πολύ μεγάλες αντιδράσεις. Δεν ξέρω, αγαπητέ Τάσο, αν είμαστε έτοιμοι να πάμε κατευθείαν σε αυτό το στάδιο και να συζητήσουμε τόσο τολμηρές προτάσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι δεν είμαστε ακόμα ώριμοι να το κάνουμε· όχι να το συζητήσουμε, αλλά να πάμε σε αυτή τη λογική. Όμως ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με ένα πλαίσιο παρεμβάσεων που θα απελευθερώσουν τα σχολεία από τον ασφυκτικό κρατικό έλεγχο και θα δώσουν περισσότερες δυνατότητες επιλογής στους γονείς, αλλά και περισσότερο πεδίο αυτονομίας στους δασκάλους, στους διευθυντές, για να μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα της παρεχόμενης υπηρεσίας που παρέχουν στα παιδιά.

Κλείνω με την εξής σκέψη: Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία, όπως θα το πιστοποιήσουν και αρκετοί παρευρισκόμενοι –γιατί βλέπω ότι στην ομήγυρή μας έχουμε και αρκετούς διατελέσαντες Υπουργούς Παιδείας– έχουν συχνά μεγάλο πολιτικό κόστος και λίγα ίσως άμεσα πολιτικά οφέλη. Ένας τρόπος υπάρχει να αλλάξει αυτό. Μέσα από έναν οργανωμένο δημόσιο διάλογο, ο οποίος θα θέσει τα ζητήματα της Παιδείας στο επίκεντρο της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας την οποία πρέπει να καταβάλει ο τόπος. Το μεγαλύτερο κόστος, δεν θα κουραστώ να το λέω, δεν είναι το όποιο πολιτικό κόστος μιας σύγκρουσης που αναπόφευκτα κάθε μεταρρύθμιση και κάθε αλλαγή προκαλεί. Το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος είναι το κόστος της ακινησίας, το κόστος της εσωστρέφειας.

Σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με ταχύτητα, σε ένα μέλλον το οποίο μας έρχεται ορμητικά δεν έχουμε την δυνατότητα, δεν έχουμε το περιθώριο, κυρίες και κύριοι, να μένουμε ασφυκτικά κλεισμένοι στον δικό μας μικρόκοσμο και να εξακολουθούμε να συζητούμε τα ζητήματα της Παιδείας με όρους 20ού αιώνα. Εύχομαι και ελπίζω το βιβλίο του Τάσου να δώσει έναυσμα για μια υγιή δημόσια συζήτηση, μακριά από τα συνηθισμένα κλισέ των οργανωμένων διαλόγων για την Παιδεία. Και να ξέρεις, αγαπητέ Τάσο, ότι πολλές από τις ενδιαφέρουσες ιδέες θα βρουν τη θέση τους στο πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την Παιδεία.