Ίταλο Καλβίνο, Οι αόρατες πόλεις, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σελ. 224
Καινούριους τόπους δὲν θὰ βρεῖς, δὲν θἄβρεις ἄλλες θάλασσες. / Ἡ πόλις θὰ σὲ ἀκολουθεῖ. Στοὺς δρόμους θὰ γυρνᾶς / τοὺς ἴδιους.
Κ. Π. Καβάφης, Ἡ πόλις (1910)
Κάτω από τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει η ένδειξη: «αφήγημα». Θα άρμοζε, εξίσου, η ένδειξη: «συλλογή ποιημάτων». Ωστόσο, όπως δήλωσε ο συγγραφέας[1], «το βιβλίο θέλει να προσφέρει ερεθίσματα για στοχασμούς που να ισχύουν για κάθε πόλη ή την πόλη γενικότερα». Σύγγραμμα πολεοδομίας δεν είναι όμως, όπως το κλασικό Η πόλη στην ιστορία, του αμερικανού ιστορικού Λιούις Μάμφορντ[2], ούτε μια μεταμοντέρνα περιπλάνηση στη ζωή του αστικού λαβυρίνθου, ανάμικτη από προσωπικά αισθήματα και λογοτεχνικές αναφορές, όπως η Μαλακή πόλη του βρετανού συγγραφέα Τζόναθαν Ράμπαν[3]. Γραμμένο δυο χρόνια μετά τις Αόρατες πόλεις, το βιβλίο του Ράμπαν δεν αποκλείεται να επηρεάστηκε από τον Καλβίνο. Ιδίως οι τίτλοι των ενοτήτων του –«η πόλη ως μελόδραμα», «η μαγική πόλη», «το εμπόριο των τεχνοτροπιών»–, θυμίζουν τις επαναλαμβανόμενες ενότητες του Καλβίνο – «οι πόλεις και η μνήμη», «οι πόλεις και η επιθυμία», «οι πόλεις και τα μάτια», «οι πόλεις και οι ανταλλαγές», «οι πόλεις και ο ουρανός»...
Πιο πιθανό, πάντως, είναι να επηρεάστηκε ο Καλβίνο από το γραμμένο το 1966 βιβλίο του συμπατριώτη του Άλντο Ρόσι, L'architettura della città[4], το οποίο έκανε διεθνώς γνωστό τον σπουδαίο αρχιτέκτονα, στο κλίμα του μεταμοντέρνου κινήματος που τότε εδραιωνόταν. Αμφισβητώντας τη σχέση μορφής και λειτουργίας (στην οποία επέμενε ο μοντερνισμός), ο Ρόσι έφερνε ως παραδείγματα μια καμπάνα της οποίας το μέταλλο μεταποιείται σε οβίδες, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο το οποίο στα μεσαιωνικά χρόνια γίνεται μικρή πόλη, τη μικρή πόλη που γίνεται ανάκτορο κ.ο.κ. Παρόμοια, ο Καλβίνο θεωρεί ότι τα «γεγονότα του παρελθόντος κάνουν μια πόλη», παραθέτοντας ατάκτως κάποια –τον κρεμασμένο από φανοστάτη σφετεριστή, το στόλισμα βασιλικής πομπής, τη βολή μιας κανονιοφόρου– κι έπειτα συναθροίζοντάς τα, μεταποιημένα σε ενιαία αφήγηση μιας παρέας γέρων κατοίκων της (όπως π.χ. στην «πόλη της Ζαΐρας», σ. 27, ως ένα από τα κορυφαία δείγματα του ύφους του).
Μολονότι παραμυθένιος, ο κόσμος των Αόρατων πόλεων περιλαμβάνει ουκ ολίγες αναφορές στη ζωή σύγχρονων μεγαλουπόλεων ή στις σχέσεις πόλεων και φυσικού περιβάλλοντος: η «Δωροθέα» έχει ουρανοξύστες από αλουμίνιο (σ. 25), η «Ισαύρα» υδροδοτείται από υψηλής τεχνολογίας γεωτρήσεις (σ. 39), η «Μαυριλία» διαθέτει εργοστάσιο εκρηκτικών (σ. 51), η «Ολιβία» πνίγεται από το νέφος, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης (σ. 83), ενώ η «Ολίνδη» μεγαλώνει με ομόκεντρους κύκλους «όπως οι κορμοί των δένδρων, κάθε χρόνο» (σ. 160) και στην «Καικιλία» περιπλανιέται επί χρόνια ένας γιδοβοσκός, καθώς η ταχύτατη επέκτασή της έχει εξαφανίσει την παλιά ύπαιθρο που γνώριζαν οι κατσίκες του (σ. 185-186). Δεν είχαν πολύ άδικο, λοιπόν, όποιοι έσπευσαν να αναζητήσουν σε αυτό το βιβλίο του Καλβίνο πηγές έμπνευσης για τον μεταμοντέρνο αστικό σχεδιασμό. Όπως άλλωστε εξηγούσε και ο ίδιος: «Ακούω από μερικούς φίλους πολεοδόμους ότι το βιβλίο αγγίζει διάφορα σημεία της προβληματικής τους, κι αυτό δεν είναι τυχαίο (…) εφόσον η έμπνευση και η γραφή του οφείλονται στη σύγχρονη πόλη»[5].
Στις περίπου διακόσιες χιλιετίες ύπαρξης του ανθρώπινου είδους, μόλις το έσχατο τρία τοις εκατό περιλαμβάνει πόλεις. Αυτές, ωστόσο, δημιούργησαν νέες μορφές λατρείας και τέχνης, επαγγελμάτων και εμπορίου, χάρη στις οποίες βγήκαμε από την κατάσταση του ζώου (όχι πάντα με πολύ μεγάλη επιτυχία), αλλά με μόνιμη έφεση να ζούμε σε πόλεις. Εξ ου και το φύσει πολιτικὸν ζῷον – ο ορισμός του Αριστοτέλη για τον άνθρωπο.
Τις κρυφές αιτίες που έκαναν τους ανθρώπους να ζήσουν σε πόλεις αναζητεί, κατά μία έννοια, και το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο. Με τις ανταλλαγές εμπορευμάτων, αλλά και λέξεων, επιθυμιών, ιδεών και αναμνήσεων να καθορίζουν την ουσία τους. Ο τρόπος του είναι οι έξοχα επινοημένες συζητήσεις μεταξύ του περίφημου εξερευνητή Μάρκο Πόλο, ο οποίος στα τέλη του 14ου αιώνα κατάφερε να φτάσει μέχρι την Κίνα, και του Κουμπλάι Χαν, του αυτοκράτορα των Μογγόλων (των «Ταρτάρων», όπως τον έλεγε ο Πόλο), στην αυλή του οποίου κατέστη ένα σημαντικό πρόσωπο. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια απουσίας, ξεπερνώντας εκείνη του Οδυσσέα από την Ιθάκη, ο Πόλο επέστρεψε στη Βενετία, απ’ όπου είχε φύγει, και αφηγήθηκε τις περιπέτειές του σε κάποιον Ρουστιτσέλο ντα Πίζα. Αυτός τις κατέγραψε, σε αρχαία γαλλικά, σε ένα οδοιπορικό με τίτλο: Livres des merveilles du monde (Βιβλία των θαυμάτων του κόσμου). Μια ιταλική εκδοχή του οδοιπορικού τιτλοφορήθηκε Il Milione, εξαιτίας του «εκατομμυρίου» ψεμάτων που θεωρήθηκε ότι περιλάμβανε! «Θαύματα» ή «ψεύδη», φαντασιοκοπία ή πραγματική εικοσαετής θητεία στην υπηρεσία του μογγόλου ηγέτη, οι διάλογοι του Μάρκο Πόλο με τον Κουμπλάι Χαν προσφέρονταν σε άφθονη μυθοπλαστική σπέκουλα.
Αυτό έκανε ο Καλβίνο, πολύ ποιητικά. Ποτέ του δεν εξέδωσε βιβλία ποίησης, αλλά οι κάπου πενήντα Πόλεις δεν απέχουν πολύ από ποιήματα. Συγκεντρωμένα σε δύο ομάδες των δέκα και ενδιαμέσως έξι ομάδες των πέντε, με άτιτλους προλόγους και επιλόγους σε κάθε ομάδα, δίνουν την εντύπωση μικρών ποιητικών συλλογών. Απλωμένες σε μια κατοπτρική συμμετρία, αποκτούν ένα επιπλέον νόημα. Στους προλόγους και τους επιλόγους κάθε ομάδας λαμβάνουν χώρα οι διάλογοι Μάρκο Πόλο και Κουμπλάι Χαν. Περίεργοι διάλογοι, γίνονται άλλοτε με παντομίμα, άλλοτε με αριστοκρατική καλλιέπεια και άλλοτε μέσα στη σιωπή, σαν να μεταβιβάζουν τη σκέψη τους ο ένας στον άλλον.
Μολονότι η ζωή του αφηγητή δεν εξαρτάται από το πόσο συναρπαστικές θα φανούν οι αφηγήσεις του στον αυτοκράτορα, η μεταξύ τους σχέση έχει κάτι από τη σχέση Σεχραζάντ-Σουλτάνου στις Χίλιες και Μία Νύχτες. Ένας εξωτισμός, άλλωστε, είναι εξαρχής διάχυτος στην ατμόσφαιρα: «μια αίσθηση κενού μάς πλημμυρίζει τη νύχτα, μαζί με τη μυρωδιά που αναδίδουν οι ελέφαντες μετά τη βροχή και η στάχτη του σανδαλόξυλου που κρυώνει στα μαγκάλια…» (σ. 21). Τα ονόματα πολλών από τις πόλεις επιτείνουν τον εξωτισμό: Ζαΐρα, Ζίρμα, Βαλδάρα, Ζοβεΐδα, Ραΐσα, Ζόρα, Μαροζία, κ.λπ. Με αρκετή αρχαία μυθολογία, Βυζάντιο ή και Δυτικό Μεσαίωνα να συνηχούν επίσης σε αυτές τις ονομασίες: Πενθεσίλεια, Χλόη, Προκοπία, Θεοδώρα, Θέκλα, Λεονία, Διομίρα, Μοριάνα,…
Αλλά η παρελθοντική ατμόσφαιρα διαταράσσεται διακριτικά, κάθε τόσο, από μεταγλωσσικά ρήγματα, σαν αυτά που ο μεταμοντερνισμός εισήγαγε στη λογοτεχνία. Όταν, λόγου χάριν, ο αυτοκράτορας αναρωτιέται: «Ίσως ο διάλογός μας αυτός να εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δύο κουρελήδες που έχουν τα παρατσούκλια Κουμπλάι Χαν και Μάρκο Πόλο, ενώ ψαχουλεύουν σε ένα φορτίο σκουπιδιών (…) και μεθυσμένοι από λίγες γουλιές κακού κρασιού βλέπουν γύρω τους να λάμπουν όλοι οι θησαυροί της Ανατολής», κι ο Πόλο πάραυτα συναινεί: «Είναι μόνο τα βλέφαρά μας που τα ξεχωρίζουν» (σ. 132), έρχονται στον νου οι διάλογοι Βλαντιμίρ-Εστραγκόν, του Περιμένοντας τον Γκοντό. Μεταξύ παραδοξολογιών κι εκείνοι, ψάχνουν κάτι που θα τους δώσει «την εντύπωση ότι υπάρχουν»[6]. Εμμέσως, και το βιβλίο του Καλβίνο θέτει διαρκώς ερωτήματα για την ίδια του την ύπαρξη, ενώ εκτυλίσσεται η «πλοκή» του.
Κι όταν αυτοκράτορας και εξερευνητής αντιγνωμούν για το αν μια γέφυρα είναι οι πέτρες της ή το τόξο που αυτές σχηματίζουν, ο Μάρκο Πόλο κλείνει οριστικά τη συζήτηση, με το αποστομωτικό: «χωρίς πέτρες δεν υπάρχει τόξο» (σ. 107). Χωρίς την πραγματικότητα, με άλλα λόγια, δεν θα μπορούσαμε να «κτίζουμε» φανταστικές ιστορίες.
Όπως η Οδύσσεια, με τον Οδυσσέα να αφηγείται στον βασιλιά Αλκίνοο και την αυλή του τη μακρά σειρά των περιπετειών του, ή όπως οι Χίλιες και Μία Νύχτες, με την ιστορία της Σεχραζάντ να διανθίζεται από τα παραμύθια που κάθε νύχτα αφηγείται στον Σουλτάνο (κατά το πανάρχαιο λογοτεχνικό τέχνασμα που συνεχίζουν και τα αστυνομικά σίριαλ, με την προσωπική ζωή των ντετέκτιβ να εξελίσσεται από το ένα στο άλλο αυτόνομο επεισόδιο), οι Αόρατες πόλεις διατηρούν ανάλογο χαρακτήρα. Ποιητικές εντυπώσεις από σταθμούς σε ένα μακρύ ταξίδι –το αρχικό οδοιπορικό του Μάρκο Πόλο–, οι αναπλασμένες μεταγραφές του, όσο η ίδια η ζωή του συγγραφέα ή οι ζωές των αναγνωστών του, συνιστούν μια «frame story»: μια διάρκεια με αρχή και τέλος κι ενδιάμεσους «θαυμαστούς» σταθμούς.
Ο Καλβίνο αξιοποίησε στο έπακρο το τέχνασμα της «ιστορίας μέσα στην ιστορία» στο Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης[7]. Όπου απευθύνεται συχνά στον αναγνώστη, για να του σχολιάσει όσα ο ίδιος έχει αφηγηθεί. Γραμμένο το 1979, είναι ίσως το πιο γνωστό από τα μυθιστορήματά του κι εξαιρετικό δείγμα του πώς κάθε βιβλίο γεννιέται σε στενή σχέση με άλλα βιβλία. Μια ανάλογα μεταμοντέρνα αντίληψη, για την αλήθεια ως κοινωνικά κατασκευασμένη, υπήρχε πάντως και στο πρώτο του μυθιστόρημα: Ο ανύπαρκτος ιππότης[8]. Με ήρωα έναν αόρατο ιππότη, μέσα σε κενή πανοπλία, και ιπποκόμο κάποιον που είναι μεν ορατός, αλλά χωρίς επίγνωση της ύπαρξής του. Η παρωδία παλιών ιπποτικών μυθιστορημάτων, σαν εκείνα που τρέλαναν τον Αλόνσο Κιχάδα κι έγινε Δον Κιχώτης, ήταν ολοφάνερη. Γραμμένο το 1959, φέρει την επίδραση της μακράς ενασχόλησης του Καλβίνο (1954-1956) με μεταγραφές, στο προσωπικό του ύφος, κάπου διακοσίων παραμυθιών της ιταλικής προφορικής παράδοσης, τα οποία εξέδωσε το 1956. Εξαιτίας τους δημιούργησε την εικόνα του «παραμυθά». Κι αυτή την εικόνα, εμφανώς, συμπλήρωσε γράφοντας τις Αόρατες πόλεις το 1971.
Τότε, επίσης, γνώριζε παγκόσμια φήμη η λογοτεχνική φόρμα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, με το σκοτεινό χιούμορ κι επινοημένους συγγραφείς πραγματικών μυθιστορημάτων (κάποιος Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Δον Κιχώτη) ή επινοημένες περιπέτειες πραγματικών συγγραφέων (ο Αριόστο ως πολεμιστής που αντιμετωπίζει τους Άραβες). Μια τέτοια διακειμενική φαντασμαγορία επαναλαμβάνει ο Καλβίνο, όμοια με του Μπόρχες. Είχε ομολογήσει, άλλωστε, ότι: «Διαβάζοντας τον Μπόρχες, ένιωσα συχνά τον πειρασμό να διατυπώσω μια ποιητική της σύντομης γραφής», και ότι στον Μπόρχες είδε «να αποκτά μορφή ένας κόσμος κατ’ εικόναν και ομοίωσιν των χώρων του πνεύματος (…) σε μια αυστηρή γεωμετρία»[9]. Κάτι που μπορεί και να εξηγεί την αυστηρή οργάνωση των Πόλεών του, σε συμμετρικά χωρισμένες δεκάδες και πεντάδες[10].
Δεν χρειάζεται, όμως, να ψάχνει κανείς πάρα πολύ για το πώς προέκυψαν οι Αόρατες πόλεις. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή του συγγραφέα υπήρξε ένα οδοιπορικό (όχι πολύ μακρύ δυστυχώς – πέθανε στα 62 του) με θαυμαστούς «σταθμούς». Γεννήθηκε στην Κούβα το 1923, από ιταλούς γονείς που εργάζονταν εκεί∙ μεγάλωσε στο Σανρέμο, την πόλη του πατέρα του, μέσα στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι∙ ο πόλεμος τον βρήκε να σπουδάζει γεωπόνος στο Τορίνο∙ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1944, μετείχε στο αντάρτικο μέχρι την απελευθέρωση∙ αμέσως μετά, άρχισε να κινείται μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας∙ το 1951 πήγε στην ΕΣΣΔ κι επέστρεψε με πολύ θετικές εντυπώσεις∙ το 1956, ωστόσο, συνειδητοποίησε την εδραία αντίφαση του κομμουνιστή διανοούμενου –να μάχεται κάθε τυραννία μα να υπερασπίζεται την τυραννία του κόμματός του– και παραιτήθηκε από το ΙΚΚ∙ το 1960 έγινε δεκτός στη Νέα Υόρκη και γοητεύτηκε από αυτήν∙ ως αναγνωρισμένος συγγραφέας, εγκαταστάθηκε με τη δική του οικογένεια στο Παρίσι κι έκανε πολλά ταξίδια, από την Ιαπωνία ως το Μεξικό, για να μετακομίσει οριστικά στη Ρώμη το 1980, πέντε χρόνια πριν τον θάνατό του.
Για όποια πόλη και αν μιλάει ο Μάρκο Πόλο των Αόρατων πόλεων, πάντα λέει κάτι για τη Βενετία, έστω και αν δεν μνημονεύει το όνομά της (σ. 112). Κι όταν ο Κουμπλάι Χαν διακρίνει χροιές νοσταλγίας στις περιγραφές του, του επισημαίνει, μ’ ένα ωραιότατο ευφυολόγημα, «επιστρέφεις από τις αποστολές σου με ένα φορτίο ενοχές! … Ισχνές αγορές για έναν έμπορο της Γαληνοτάτης!» (σ. 127). Ο Καλβίνο μένει πιστός στην πόλη καταγωγής του ήρωα, όσο κι αν φαλκιδεύει τις ιστορίες του. Εξάλλου οι χάρτες που έχει στην κατοχή του ο αυτοκράτορας περιλαμβάνουν πόλεις απολύτως υπαρκτές –από την Ουρ και την Ιεριχώ ή την Κωνσταντινούπολη, ως το Σαν Φρανσίσκο, τη Νέα Υόρκη και την Οζάκα (σ. 170-171)– όσο και διάσημες ανύπαρκτες, όπως την Ουτοπία, του Τόμας Μορ, ή την Πόλη του Ήλιου, του Τομάζο Καμπανέλα (σ. 197).
Μεταξύ υλικού πλούτου του άρχοντα απέραντης αυτοκρατορίας και πλούτου εμπειριών ενός οραματιστή ταξιδιώτη, ικανού να περιγράφει μαγευτικά παράδοξες «πόλεις», υπάρχει μια κοινή «πόλη που τους ακολουθεί» αμφότερους: η πόλη της «κόλασης» – η ιδέα του θανάτου. «Η αίσθηση που αφήνουν όλα τα αφηγήματα έχει δύο όψεις: τη συνέχιση της ζωής, το αναπόφευκτο του θανάτου», κατέληγε στο Αν μια νύχτα του χειμώνα…[11] Κι όπως υποδεικνύει η τελική φράση στις Αόρατες πόλεις, μόνος τρόπος για να μην υποφέρουμε από αυτή την ιδέα είναι «να προσπαθήσουμε και να μάθουμε να αναγνωρίζουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο» (σ. 198).
Δεν πρόκειται για ηθικό δίδαγμα, σίγουρα. Ίσως πρόκειται για τη μελαγχολική αίσθηση κάθε μεγάλου συγγραφέα ή μεγάλου ταξιδευτή[12]. Όποιου συναναστράφηκε αμέτρητα πλάσματα, της λογοτεχνικής ή της πραγματικής υφηλίου, κατανοώντας πόσο οι περιπλανήσεις του είναι, κατά βάθος, επιτόπιες. Ίσως, πάλι, να πρόκειται για την επιτομή του συμβιβασμού – μοναδικής προϋπόθεσης για μια ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων. Ίσως, τέλος, να πρόκειται για την ευαίσθητη προσέγγιση, από έναν λογοτέχνη, των οικολογικών προβλημάτων που δημιουργεί η ακατάσχετη ανάπτυξη μεγαλουπόλεων. Κι άρα η ενθουσιώδης υποδοχή που αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι έδειξαν προς το βιβλίο, ψάχνοντας σε αυτό ιδέες ώστε να υπερβούν την καταπιεστική αστική ρουτίνα, μπορεί να μην ήταν τόσο αφελής παρερμηνεία. Η ποίηση, άλλωστε, αποτελεί παράδεισο της πολυσημίας.
[1] Σε διάλεξή του στη Νέα Υόρκη το 1983, η οποία παρατίθεται ως πρόλογος στη συγκεκριμένη έκδοση (σ. 11).
[2] Lewis Mumford, The City in History, Harcourt, Brace and World, 1961.
[3] Jonathan Raban, Soft City, Hamish Hamilton, 1974.
[4] Aldo Rossi, Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφρ. Β. Πετρίδου, επιμέλεια Λ. Παπαδόπουλος, Γ. Παπακώστας, Σ. Τσιτιρίδου, Σύγχρονα Θέματα 1987.
[5] Στη διάλεξη που έγινε «πρόλογος» της έκδοσης, σ. 16.
[6] «Εστραγκόν: Πάντα βρίσκουμε κάτι για να ξεγελιόμαστε, ε Ντιντί; Για να νομίζουμε τάχα πως ζούμε. Βλαδίμηρος: (ανυπόμονα) Ναι, ναι, είμαστε μάγοι». Σάμουελ Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Ύψιλον 1994, σ. 76.
[7] Σε αναθεωρημένη μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Καστανιώτης 2009.
[8] Σε μτφρ. Θόδωρου Ιωαννίδη, Καστανιώτης 1999.
[9] Ίταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, Καστανιώτης 2003, σ. 279.
[10] Με μια «αυστηρή γεωμετρία» την οποία εγκωμίαζε και στον Λουντοβίκο Αριόστο, επίσης, μιλώντας για τη «Δομή του Ορλάνδου», ό.π., σ. 81-84.
[11] Ό.π., σ. 320.
[12] «Η πένα τρέχει σπρωγμένη από την ίδια ηδονή που σε κάνει να τρέχεις στους δρόμους», έγραφε ο καλόγερος-αφηγητής που συνενώνει τελικά τους κύριους ήρωες του Ανύπαρκτου ιππότη, ό.π., σ. 158.