σύνδεση

Μάριο Βίττι (1926-2023)

Μάριο Βίττι (1926-2023) Ο Μάριο Βίττι, φωτογραφημένος από τον γιο του Πάολο.

 

 

Ο Μάριο Βίττι (Mario Vitti) άφησε τα εγκόσμια πλήρης ημερών. Πίσω του άφησε σπουδαίο και αναγνωρισμένο έργο. Ήταν άνθρωπος λόγιος και ευγενής. Εργατικός και γενναιόδωρος. Συνάμα όμως γνώριζε να ζυγίζει και να κρίνει με ματιά διεισδυτική και αταλάντευτη. Το όνομά του κοσμούσε από χρόνια τον κατάλογο των πιο σημαντικών νεοελληνιστών. Παραγωγικός και πολυμερής μελέτησε με φιλολογική προσήλωση και ερμηνευτική ευρηματικότητα τη νεοελληνική λογοτεχνία, παλαιότερη και νεότερη. Υπήρξε άνθρωπος νηφάλιος και φιλικός. Προτιμούσε την ειλικρινή συναίνεση από την αχρείαστη αντιμαχία. Αυτά αναδεικνύονται εκτεταμένα και σε όσα γράφτηκαν με αφορμή τον θάνατό του. Ειπώθηκαν πολλά και προσήκοντα για τον άνθρωπο και τον επιστήμονα, για τον ερευνητή και τον κριτικό, για τον συνεργάτη και τον συνάδελφο. Η κοινή συνισταμένη βεβαίωνε για μια ακόμη φορά την ανεκτίμητη συμβολή του στη νεοελληνική φιλολογία και κριτική. Τίμησε την Athens Review of Books με τη συνεργασία του, μας τίμησε με τη φιλία του και την εκτίμησή του, και θα τον τιμήσουμε σύντομα όπως αρμόζει σε τέτοιον άνδρα. Το τελευταίο κείμενό του ήταν το «Ανδρέας Kάλβος. Ένας κύκλος κλείνει» (ARB, τχ. 133). Δυστυχώς το αφιέρωμα που ετοιμάζαμε από τις αρχές του 2022 δεν πρόλαβε να το δει, μας έδωσε όμως πολύτιμες συμβουλές πώς θα το ήθελε. Αυτή τη στιγμή ωστόσο θα θέλαμε, αντί στεφάνου, να θυμίσουμε δύο σπουδαίες παρεμβάσεις του, οι οποίες άφησαν εποχή στη μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η πρώτη έχει να κάνει με τη χρήση της έννοιας «ιδεολογία» στην προσέγγιση της ηθογραφίας. Μολονότι δεν πρόκειται για πολυσέλιδο και συστηματικό έργο, υποδεικνύει με ενάργεια στην καθ’ ημάς φιλολογία ότι είναι καιρός να ανανεώσει τα μέσα με τα οποία κρίνει τα λογοτεχνικά έργα και την οπτική γωνία από την οποία προσεγγίζει την ιστορία και την κοινωνία που ορίζουν το πεδίο τους. Με άλλα λόγια, ο Βίττι επιχείρησε να συνδέσει τη λογοτεχνική παραγωγή με την πολιτική πραγματικότητα υπό την ευρεία έννοια. Μπορεί και άλλοι να επιχείρησαν κάτι παρόμοιο, δεν κατάφεραν όμως να φέρουν στο προσκήνιο την «ιδεολογία» με τέτοιο μαχητικό τρόπο και χωρίς τα δεκανίκια της κομματικής στράτευσης.

Η δεύτερη παρέμβαση είναι το βιβλίο του για τη Γενιά του Τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, στην πρώτη έκδοσή του (1977) αλλά και στην επανέκδοσή του το 2000. Ο Βίττι υπήρξε ο πρώτος που αντιλήφθηκε τη σημασία αυτής της γενιάς για τη νεότερη λογοτεχνία και ο πρώτος που την αντιμετώπισε συστηματικά και κριτικά. Έχοντας και ο ίδιος ενδοιασμούς για την εγκυρότητα και ακρίβεια του όρου, τον υιοθέτησε επισημαίνοντας τη συμβατική χρήση του. Πρόκειται για έργο καταστατικό της νεοελληνικής φιλολογίας, με τεράστια διάρκεια και επίδραση. Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι μετά από αυτό το βιβλίο άλλαξε οριστικά και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτή η γενιά στη συνέχεια. Είναι εντυπωσιακή η αξιοποίηση του πλούσιου υλικού και η ταυτόχρονη κριτική ανάλυσή του.

Ενόψει λοιπόν του αφιερώματος που ετοιμάζαμε, ας κρατήσουμε αυτό: ο Μάριο Βίττι με την ερευνητική του οξύνοια και την κριτική του δεινότητα κατάφερε να αλλάξει τον ρου της νεοελληνικής φιλολογίας και να αφήσει πολύτιμη κληρονομιά στους μεταγενέστερους ότι: καλός νεοελληνιστής είναι αυτός που προσπαθεί να βρει καινούργιες απαντήσεις σε παλαιά και νέα ερωτήματα. 

Κλείνουμε αυτό το σύντομο σημείωμα με ένα απόσπασμα από το «Αυτοβιογραφικό σχόλιό» του που περιλαμβάνεται στο έργο του Γραφείο με θέα (ΜΙΕΤ, 2006):

«Τα χειρόγραφα που μου έδωσαν μια πραγματική δόνηση, όταν τα ανακάλυψα, και μια ευφρόσυνη ταραχή για όλο το διάστημα που εργαζόμουν πάνω σε αυτά (και επιπλέον μια δόση υπερηφάνειας, πρέπει να ομολογήσω) είναι τα πάμπολλα χαρτιά του Κάλβου, ολόκληρο βουνό, που μου αποκαλύφθηκαν απροσδόκητα ενώ έψαχνα για άλλα πράγματα (1960.1, 1963.2). Είχαν διασωθεί χάρη στη συλλεκτική μανία μιας αριστοκρατικής οικογένειας τής Ρώμης, των Ferraioli, και είχαν περιέλθει στη Βατικανή Βιβλιοθήκη. Είχαν μόλις καταγραφεί σε τυπωμένο κατάλογο από τον scriptor Francesco Berra. Εκείνος μου έδειξε φιλικά και τη λυτή αλληλογραφία, που μόλις τότε την είχε αποδελτιώσει. Όλα τα χαρτιά αυτά όφειλαν τη διάσωσή τους στο γεγονός ότι ο Κάλβος είχε χρηματίσει γραμματέας στο σπίτι του Φόσκολου, κι έτσι αποτέλεσαν μαζί με τα χειρόγραφα του ιταλού ποιητή ενιαίο συλλεκτικό σώμα. Εξάλλου, όσα χειρόγραφα του Κάλβου είχαν ανακαλυφθεί κατά καιρούς από ιταλούς ιστοριοδίφες ήταν χάρη στη γειτνίασή τους με τα χαρτιά αυτού του άλλου ένδοξου Ζακύνθιου. Τότε αντιλήφθηκα με τρόπο πιο χειροπιαστό ότι όσοι στην Ελλάδα είχαν δηλωμένο ενδιαφέρον για τον Κάλβο δεν είχαν ανακαλύψει απολύτως κανένα πρωτότυπο κείμενο, και απλώς επεξεργάζονταν όσα βρέθηκαν δημοσιευμένα από προγενέστερους ιταλούς λογίους.

Το γεγονός ότι εγώ πρώτος γινόμουν μάρτυρας μιας συγγραφικής δραστηριότητας του έλληνα ποιητή, που ήταν παντελώς άγνωστη, καθώς και της αλληλογραφίας του που μαρτυρούσε βήμα προς βήμα τις μετακινήσεις του στο Λονδίνο για να παραδίδει μαθήματα ιταλικών και ελληνικών, μου έδινε μεγάλη έπαρση. Ήμουν τόσο γεμάτος από την έκσταση της ανακάλυψης και ήταν τόσο παιδαριώδης η αφέλειά μου, ώστε θέλησα να ανακοινώσω στην οικουμένη το μεγάλο γεγονός από τις σελίδες της Νέας Εστίας (1959.14). Ένας καθηγητής της Αθήνας, που μονοπωλούσε έως τότε τον Κάλβο, έσπευσε αδίστακτα να προβεί σε δηλώσεις από τις στήλες του ίδιου περιοδικού, με τον κλασικά παραπλανητικό τρόπο: “Εγώ τα ήξερα από πριν”. Έπρεπε να το περιμένω. Τότε ήταν που μου είπε ο Δημαράς, με το καυστικό του χιούμορ: “Καλά να πάθετε!”». (σ. 315-317).

 

Φίλοι ἄνδρες ἀελίου χήρωσαν αὐγς

H Athens Review of Books πενθεί. Μέσα σε λίγες μέρες χάσαμε τρεις αγαπημένους φίλους και συνεργάτες, κατά σειράν τους Μάριο Βίττι, Μωυσή Ελισάφ και Γιώργο Δερτιλή. Είναι και οι τρεις μεγάλα επιστημονικά και ηθικά αναστήματα. Μας τίμησαν με την φιλία και την αγάπη τους και η οφειλή μας είναι μεγάλη. Τον Πόνο σου, όπως λέει ο Κ. Παλαμάς, πήγαινέ τον εκεί στη χώρα την κατάνακρη του αμίλητου· στα μάτια του συμμάζωξε και θάψε τη φωνή του. Έχουμε πολλά να κάνουμε για τη μνήμη τους και για τις παρακαταθήκες που μας άφησαν.

Μ. Βασιλάκης