σύνδεση

Βενετία: μια άλλη πρωτεύουσα του Ελληνισμού

Βενετία: μια άλλη πρωτεύουσα του Ελληνισμού Ανατίναξη του Παρθενώνα από τα στρατεύματα του Μοροζίνι. Χαλκογραφία, σχέδιο του μηχανικού Τζιάκομο Βερνέντα.


 

Χρύσα Μαλτέζου, Ὕλη ἱστορίας τοῦ βενετοκρατούμενου ἑλληνισμοῦ, 13ος-18ος αἰ., Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2022, σελ. 259

 

Στη σύγχρονη Ελλάδα οι περισσότεροι συνηθίζουν να ταυτίζουν τους αιώνες που διήνυσε ο νέος ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία με την τουρκοκρατία, λησμονώντας ότι πριν καν εμφανιστούν οι Οθωμανοί στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ένα μεγάλο μέρος του ελληνισμού, ιδιαίτερα του νησιωτικού, είχε περάσει ήδη στην εξουσία των δυτικών σταυροφόρων, η οποία, με διάφορες εναλλαγές φυσικά, διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του δεκάτου όγδοου αιώνα, ορισμένες περιοχές μάλιστα δεν γνώρισαν ποτέ την εξουσία των Τούρκων. Ήδη από τον δέκατο τρίτο αιώνα πάντως η Βενετία είχε καρπωθεί, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος των βυζαντινών εδαφών που κατέλαβαν οι Φράγκοι σταυροφόροι και συνέχισε να επεκτείνει την κυριαρχία της στον χώρο του Αιγαίου και της νοτιοανατολικής Μεσογείου μέχρι και τον δέκατο έβδομο αιώνα, καταφέρνοντας να αναχαιτίζει ενίοτε την τουρκική επιθετικότητα και να αντισταθμίζει τις απώλειές της (π.χ. Κρήτη) με νέες κατακτήσεις, έστω εφήμερες (π.χ. Πελοπόννησος). Δικαιολογημένα λοιπόν οι ειδικοί χαρακτηρίζουν την Βενετία δεύτερη πρωτεύουσα του ελληνισμού στους αιώνες της δουλείας, υπονοώντας φυσικά ότι πρώτη πρωτεύουσα ήταν πάντα η Κωνσταντινούπολη.

Το βιβλίο της ακαδημαϊκού, ομότιμης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών και παλαιάς διευθύντριας του πάλαι ποτέ γεραρού Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, που σήμερα αποπροσανατολισμένο από κακές πολιτικές επιλογές, παραπαίει, έχοντας χάσει τον επιστημονικό προσανατολισμό του, Χρύσας Μαλτέζου, έρχεται κατά την άποψή μου να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην νεοελληνική ιστοριογραφία. Όχι επειδή μας έλειπαν οι εξειδικευμένες μελέτες που αναφέρονται στην Βενετοκρατία, κάθε άλλο. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε εδώ τα ονόματα του Μουστοξύδη, του Σάθα, του Μανούσακα και τόσων άλλων παλαιότερων ή σύγχρονων ερευνητών που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη μελέτη της Βενετοκρατίας, δημοσιεύοντας πλήθος ανέκδοτων τεκμηρίων και διευκρινίζοντας πάρα πολλά ειδικά θέματα, χωρίς να δώσουν όμως ποτέ μια συνθετική επισκόπηση της εποχής, που θα χρησίμευε τόσο στον νέο σπουδαστή της ιστορίας, για να προσανατολισθεί στο αχανές αυτό αντικείμενο, αλλά και στον ειδικό ερευνητή, για να του προσφέρει μία σταθερή αφετηρία για την περαιτέρω προώθηση της έρευνάς του. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει το βιβλίο της Μαλτέζου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Ο τίτλος του είναι εμπνευσμένος από τον τίτλο που έδωσε στην Ιστορία του Νικηφόρου Βρυεννίου, έργο του δωδέκατου αιώνα, ο πρώτος εκδότης της, ο οποίος, αφορμώμενος από μια φράση του ίδιου του Βρυέννιου, τιτλοφόρησε το έργο αυτό, που παραδιδόταν στο μοναδικό χειρόγραφο που το διέσωσε ακέφαλο, Ύλη ιστορίας. Ίδιο τίτλο είχε χρησιμοποιήσει τον πέμπτο αιώνα για το δικό του ιστορικό έργο ο Ολυμπιόδωρος. Με κάποια μετριοφροσύνη η συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτόν τον τίτλο για ένα εγχειρίδιο, στο οποίο επεξεργάζεται το πρωτογενές υλικό σε σημαντικό βαθμό και το καθιστά μια πλήρη και τεκμηριωμένη ιστορία. Αν και στηρίζεται στις πανεπιστημιακές σημειώσεις της συγγραφέως, το βιβλίο δεν έχει καμιά σχέση με τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που κυκλοφορούν στην αγορά, για να καλύψουν τρέχουσες ανάγκες των φοιτητών. Είναι έργο αναφοράς, που θα αποτελέσει στο μέλλον πολύτιμο vade mecum για κάθε ερευνητή της Βενετοκρατίας και απαραίτητο οδηγό για κάθε φιλέρευνο αναγνώστη, το οποίο οπωσδήποτε ανοίγει νέους ορίζοντες στην έρευνα και προωθεί τη λύση των υπό συζήτηση ακόμη προβλημάτων σε σημαντικό βαθμό.

Είναι αυτονόητο ότι η πρώτη ενότητα του βιβλίου καταγίνεται με θέματα περιοδολόγησης της ιστορίας της Βενετοκρατίας, η οποία δεν είναι τόσο εύκολη, εφόσον η βενετική κυριαρχία δεν είχε ούτε την ίδια χρονική αφετηρία σε όλα τα ελληνικά εδάφη ούτε την ίδια διάρκεια ούτε το ίδιο τέλος. Ακόμη κι ο τρόπος εξάρτησης από τη μητρόπολη διέφερε από περιοχή σε περιοχή, αφού πολλά νησιά ήταν υπό την εξουσία τοπικών δυναστειών, στις οποίες είχαν παραχωρηθεί τα νησιά αυτά από τις βενετικές αρχές και οι οποίες εξαρτώνταν μόνο έμμεσα από τη Γαληνοτάτη Πολιτεία. Είναι δύσκολο επίσης να προσδιορισθεί εν γένει η ακριβής φύση της βενετικής εξουσίας. Είναι η Βενετία αυτοκρατορία παραδοσιακής μορφής, βασίλειο, αποικιακού τύπου κράτος, ομοσπονδία υποτελών κρατιδίων, πριγκιπάτο ή κάτι άλλο; Πιο σημαντική όμως είναι η συνοπτική αλλά καίριας σημασίας εξέταση του θέματος των αλλαγών που διαπιστώνονται στο χρονικό συνεχές της βενετικής παρουσίας στον ελληνικό νησιωτικό χώρο, αλλά και η μελέτη της συμβολής της βενετικής κυριαρχίας στη διαμόρφωση της ιδιοπροσωπίας του νέου ελληνισμού, καθώς και της αλληλεπίδρασης του πολιτισμού των κατακτημένων με τον πολιτισμό των κατακτητών και της συνακόλουθης γνωριμίας των Ελλήνων με τα πνευματικά ρεύματα της δυτικής Ευρώπης (Αναγέννηση, Διαφωτισμό, κ.λπ.).

Στη δεύτερη ενότητα η ματιά της ιστορικού εστιάζεται στα αίτια και τις αρχές της παρουσίας της Βενετίας στον χώρο του Αιγαίου, αλλά και στις προβληματικές σχέσεις του νησιωτικού κράτους της βόρειας Ιταλίας με το Βυζάντιο, οι οποίες εύστοχα χαρακτηρίζονται σχέσεις αγάπης και μίσους. Παρακολουθούμε πώς η Βενετία, εκμεταλλευόμενη την προϊούσα εξασθένηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κυριάρχησε στους εμπορικούς δρόμους της ανατολικής Μεσογείου ήδη από τον δωδέκατο αιώνα, εξασφαλίζοντας μία παρουσία κυρίαρχη στα βυζαντινά εδάφη, η οποία διευκόλυνε αργότερα την κατάκτηση της παρηκμασμένης αυτοκρατορίας. Βενετικές παροικίες εντός των συνόρων του ελεύθερου ακόμη βυζαντινού κράτους λειτουργούσαν ως εμπορικά κέντρα, αλλά και ως μέσα πολιτικής και οικονομικής διείσδυσης στον κορμό του Βυζαντίου, και απετέλεσαν το εφαλτήριο για την άσκηση ασφυκτικής πίεσης στους τελευταίους αυτοκράτορες πριν την άλωση του 1204, που αντικατοπτρίζεται στα συνεχώς νέα προνόμια που κατόρθωναν να εξασφαλίσουν από αυτούς οι Βενετοί. Με πλούσια επιλογή αποσπασμάτων από σύγχρονες πηγές που συμβάλλουν στη γλαφυρότητα της αφήγησης γίνεται αναφορά στα γεγονότα της τέταρτης σταυροφορίας και στη ληστρική διανομή των εδαφών της αυτοκρατορίας που αποτυπώθηκε και επικυρώθηκε εγγράφως με τη γνωστή Partitio terrarum imperii Romaniae, αλλά και στην αντίσταση των Ελλήνων στους Φράγκους κατακτητές, η οποία, ξεκινώντας από την εκκλησιαστική άρνηση των δυτικών δογμάτων και λειτουργικών πρακτικών στην ορθόδοξη Ανατολή, πολύ γρήγορα πήρε άλλες μορφές, πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης πλέον, που αποκρυσταλλώθηκε στην ίδρυση των κρατών-επιγόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όπως το κράτος της Νίκαιας, το οποίο επωμίσθηκε και το κύριο βάρος του αγώνα για την ανασύσταση της χαμένης αυτοκρατορίας. Κύριος στόχος αρχικά ήταν η αποδυνάμωση της λεγόμενης λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, ενός κακέκτυπου της παλαιάς αυτοκρατορίας, εξαρτώμενης απόλυτα από τις βουλήσεις της Βενετίας, η οποία εξασφάλισε και τη μερίδα του λέοντος από τη διανομή της λείας.

sel44bb

Άφιξη δουκικής πομπής στο Λίντο της Βενετίας την ημέρα της Αναλήψεως. Λεπτομέρεια από πίνακα που αποδίδεται στον Τζιρόλαμο Πιλόττι (17ος αιώνας), Βενετία, Μουσείο Κορρέρ. Παλαιότερα ο πίνακας είχε αποδοθεί στον ζωγράφο Αντώνιο Βασιλάκη.

Στη διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου μετά τη τέταρτη σταυροφορία είναι αφιερωμένη η τέταρτη ενότητα του βιβλίου. Η Βενετία κατάφερε σταδιακά να θέσει υπό τον έλεγχό της, αποσπώντας τις περιοχές αυτές από άλλους δυτικούς διεκδικητές, πολλά νησιά του Αιγαίου, τα νησιά του Ιονίου, την Εύβοια (από το 1383 ώς το 1470), την Κύπρο (από το 1489 ώς το 1570), την Θεσσαλονίκη (από το 1423 ώς το 1430), την Αθήνα (από το 1397 ώς το 1456), και φυσικά τα δύο διαμάντια στο στέμμα της, τον Μοριά (από το 1204 ώς το 1540 μερικές μόνο πόλεις, τη Μεθώνη, την Κορώνη, το Ναύπλιο, το Άργος, και τη Μονεμβασία, και από το 1685 ώς το 1715 ολόκληρη σχεδόν τη χερσόνησο), και την Κρήτη (από το 1204 τυπικά, μέχρι το 1669). Μερικές από τις περιοχές αυτές, όπως τα νησιά του Ιονίου, η Κύπρος, αλλά και η Κρήτη, είχαν αποσπασθεί από τη βυζαντινή επικράτεια ήδη πριν από την τέταρτη σταυροφορία. Μερικές πάλι για πολλά χρόνια υπάγονταν μόνο έμμεσα στη Βενετία (π.χ. το δουκάτο της Νάξου που ίδρυσε ο σταυροφόρος Μάρκος Σανούδος), ενώ για την επικυριαρχία τους η Βενετία ήταν υποχρεωμένη να ερίζει και με το εφήμερο λατινικό βασίλειο της Κωνσταντινουπόλεως και με το σταθερότερο και μακροβιότερο πριγκηπάτο της Αχαΐας, αλλά και με την ισχυρή εμπορική πόλη της Γένοβας, που είχε κι αυτή τα δικά της συμφέροντα στο Αιγαίο, καθώς και με μικρότερα τοπικά κρατίδια όπως εκείνο των Τόκκων στη δυτική Ελλάδα. Οι συγκρούσεις των Βενετών με τον τοπικό πληθυσμό, που προσπαθούσε να διατηρήσει τη θρησκευτική και εθνική του ταυτότητα ενάντια στις πιέσεις των κατακτητών, αλλά και οι παραχωρήσεις των τελευταίων (περιορισμένες συνήθως και εξασφαλισμένες με πολύ αγώνα και κόπο από τον ντόπιο πληθυσμό) διαμόρφωσαν ένα κλίμα έντασης και μάλλον δύσκολης συμβίωσης, το οποίο, ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων καρποφόρησε, ιδιαίτερα στην Κρήτη, και συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία ενός από τα πρώτα σημαντικά επιτεύγματα του νεοελληνικού πολιτισμού, της λογοτεχνίας της Κρητικής αναγέννησης (δέκατος έκτος και δέκατος έβδομος αιώνας). Τα αριστουργήματα της Κρητικής λογοτεχνίας, όπως ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη και η Θυσία του Αβραάμ, δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν παρά μόνο στο κλίμα της πολιτισμικής ώσμωσης Ανατολής και Δύσης που είχε δημιουργηθεί στις βενετοκρατούμενες περιοχές.

Τελικά οι τουρκικές πιέσεις συρρίκνωσαν τις κτήσεις της Βενετίας στα ελληνικά εδάφη. Ο δέκατος όγδοος αιώνας είναι η περίοδος της ραγδαίας παρακμής της άλλοτε κραταιάς Γαληνοτάτης Πολιτείας του Αγίου Μάρκου, στην οποία, όταν αυτή καταλύθηκε από τον Ναπολέοντα το 1797, είχαν απομείνει από τα ελληνικά εδάφη μόνο τα νησιά του Ιονίου. Όμως η πολιτισμική επιρροή της Βενετίας στην πνευματική ζωή του νέου ελληνισμού εξακολούθησε να λειτουργεί για πολλά χρόνια ακόμη στα Επτάνησα, των οποίων οι καλλιεργημένοι άρχοντες και αστοί πεισματικά κρατούσαν τη δυτική κουλτούρα τους, την οποία όφειλαν στη Βενετία, σε πείσμα των καιρών. Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Ανδρέας Κάλβος, που τόσο επηρεάστηκαν από την παραμονή τους στην Ιταλία, είναι δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Αξίζουν λοιπόν συγχαρητήρια στη συγγραφέα για το πόνημά της, που είναι διανθισμένο, όπως επιβάλλεται σε ένα έργο που απευθύνεται κυρίως στους ειδικούς, από δαψιλή χρήση αποσπασμάτων από έγγραφα κυρίως αλλά και άλλες πηγές. Μια μόνο παρατήρηση: θα ήταν καλό να υπήρχε και μια μετάφραση των εγγράφων. Δεν ξέρω αν μπορούν όλοι οι αναγνώστες του βιβλίου να καταλάβουν τα εύκολα έστω λατινικά των εγγράφων. Οι φοιτητές που θα το χρησιμοποιήσουν σίγουρα δεν μπορούν.