σύνδεση

«Υπόθεση Άλοϊς Μπρούνερ»

Διάλογος
«Υπόθεση Άλοϊς Μπρούνερ» Ο ναζί Άλοϊς Μπρούνερ, από τους διεθνώς καταζητούμενους δράστες του Ολοκαυτώματος, περ. 1940. © AFP / VISUAL HELLAS


 

Προς τον
Διευθυντή της «Αθηναϊκής Επιθεώρησης του Bιβλίου» (The Athens Review of Books)
κ. Μανώλη Βασιλάκη


Κοιν.: Πρόεδρο της Ακαδημίας
κ. Αντώνη Ρεγκάκο


Κύριε Διευθυντά
Στο τεύχος του Μαΐου 2022 της Athens Review of Books (σελ. 23-31) δημοσιεύεται σε ελληνική μετάφραση άρθρο του ιστορικού Τομπίας Μπλούμελ (Τ.Μ.), που αναφέρεται στην υπόθεση «Άλοϊς Μπρούνερ» (Α.Μ.), ο οποίος ήταν, όπως επεξηγεί το άρθρο, διεθνώς καταζητούμενος εγκληματίας ναζιστής, υπεύθυνος για την εκτόπιση κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο των Εβραίων, μεταξύ άλλων, της Βιέννης, του Βερολίνου και της Θεσσαλονίκης και τον θάνατο τουλάχιστον 128.500 ανθρώπων. Μετά τον πόλεμο ο Α.Μ. κατόρθωσε να διαφύγει (κατά γερμανικά δημοσιεύματα ζούσε στη Συρία) και δεν δικάστηκε ποτέ για τα εγκλήματά του, ούτε στην Ελλάδα. Το άρθρο είναι όχι μόνο ενδιαφέρον, αλλά και χρήσιμο, απευθυνόμενο στη συνείδηση των αναγνωστών. Η αναφορά όμως στο πρόσωπό μου δεν αποδίδει σωστά τις απόψεις μου. Συγκεκριμένα:

Γίνεται λόγος στο άρθρο για επιστολή που μου έστειλε την 1.3.2001 (όταν ήμουν υπουργός Δικαιοσύνης) το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος (ΚΙΣ), ζητώντας τη διεξαγωγή στην Ελλάδα δίκης ερήμην του Α.Μ. Τέτοια ερήμην δίκη έχει κατά το ΚIΣ «περισσότερο ηθική σημασία και αποβλέπει στον παραδειγματισμό των νεωτέρων». Το άρθρο δημοσιεύει στη συνέχεια το κείμενο της απάντησής μου με ημερομηνία 4.4.2001 (προηγείται η έκφραση «ο υπουργός μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο ΚΙΣ» – αγνοείται ότι χρειάσθηκε προφανώς για την απάντηση μελέτη και συνεργασία με τις αρμόδιες δικαστικές και άλλες κρατικές αρχές). Το κείμενο της απάντησής μου έχει ως εξής:

«Σε απάντηση της από 1.3.2001 επιστολής σας, σας γνωρίζουμε ότι, συμμεριζόμαστε την πρόθεσή σας για σύλληψη και προσαγωγή σε δίκη του Α.Μ. για τα διαπραχθέντα απ’ αυτόν εγκλήματα πολέμου σε βάρος μεγάλου αριθμού ομοθρήσκων σας στην πόλη της Θεσσαλονίκης, πλην όμως, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διατάξεων του άρθρου μόνου του ν. 3933/1959 [περί αναστολής διώξεως εγκληματιών πολέμου], όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 του ν.δ. 4016/1959, ανεστάλη η δίωξη κατά των Γερμανών υπηκόων για τις συγκεκριμένες πράξεις, καθόσον κρίθηκε ότι έπρεπε να επιληφθούν των υποθέσεων αυτών οι αρμόδιες γερμανικές αρχές [δικαιοπολιτική επιλογή που με σαφήνεια καταγράφεται στις εισηγητικές εκθέσεις  των προδιαλαμβανόμενων νομοθετημάτων]. Κατόπιν τούτου, στερείται νομικού ερείσματος η κίνηση της σχετικής εναντίον τούτου (Α.Μ.) ποινικής διαδικασίας».

Τα παρατιθέμενα νομοθετήματα του 1959 (το δεύτερο είναι τροποποιητικό του πρώτου) ψηφίσθηκαν επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Την επιστολή μου το άρθρο του Τ.Μ. τη σχολιάζει, λέγοντας ότι δήθεν αρνήθηκα πως το Ολοκαύτωμα αποτελούσε γενοκτονία! Το σχόλιο του άρθρου έχει ως εξής:

«Πέρα από την αρνητική απάντηση του υπουργού, πρέπει να προκάλεσε ιδιαίτερη πικρία στο ΚΙΣ το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη Σύμβαση περί Γενοκτονίας που επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1954, ακόμη και ένας Καθηγητής της Νομικής το 2001 δεν δεχόταν τον ορισμό του Ολοκαυτώματος ως γενοκτονίας».

Η κρίση ότι δεν θεωρώ το Ολοκαύτωμα ως γενοκτονία είναι τελείως αυθαίρετη. Άλλο είναι το ζήτημα αν το Ολοκαύτωμα είναι γενοκτονία και άλλο το αν η εγκληματική δράση του Α.Μ. υπαγόταν στα νομοθετήματα του 1959 περί αναστολής της εκδίκασης των ναζιστικών εγκλημάτων στην Ελλάδα και παραπομπής της δίωξής τους στη Γερμανία.

Το πρώτο ζήτημα το δημιούργησε εκ του μηδενός ο Τ.Μ. Από την επιστολή μου δεν προκύπτει ότι δεν θεωρώ το Ολοκαύτωμα ως γενοκτονία. Το Ολοκαύτωμα δεν διαπράχθηκε βέβαια μόνο με τις πράξεις του Α.Μ. και είναι διαχρονικώς και παγκοσμίως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα γενοκτονίας. Είναι, όπως προσφυώς έχει λεχθεί, το «έγκλημα των εγκλημάτων».

Σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής των νομοθετημάτων του 1959, την οποία επικαλείται η επιστολή μου, σημειώνω ότι τα νομοθετήματα αυτά παραπέμπουν (ως προς τα εγκλήματα στα οποία αφορά η αναστολή) στα προβλεπόμενα από τη Συντακτική Πράξη (Σ.Π.) 73/8.10.1945 εγκλήματα πολέμου. Η § 1 του άρθρου 1 της Σ.Π. αναφέρεται στα «υπό προσώπων άτινα ανήκον εις τας ενόπλους δυνάμεις ή πολιτικάς υπηρεσίας των κατά τον τελευταίον πόλεμον (1939-1945) εχθρικών κρατών, τελεσθέντα εγκλήματα πολέμου». Στη συνέχεια του άρθρου 1 περιγράφονται ως τέτοια εγκλήματα, μεταξύ άλλων, οι φόνοι, η υποβολή πολιτών σε βασάνους, η εσκεμμένη εγκατάλειψη πολιτών εις τον εξ ασιτίας θάνατο, η εκτόπιση πολιτών, η εγκάθειρξη σε απάνθρωπες συνθήκες κ.λπ. Αυτά είναι τα εγκλήματα, των οποίων ο νομοθέτης του 1959 αποφάσισε την αναστολή και την παραπομπή τους προς δίωξη στη Γερμανία. Και αυτά παραπέμπουν ακριβώς στα εγκλήματα του ναζισμού που τελέσθηκαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Το σχόλιο του Τ.Μ. επικαλείται τη Διεθνή Σύμβαση περί Γενοκτονίας, που κυρώθηκε με τον ελληνικό νόμο 3091/1954. Στο άρθρο 5 του νόμου αυτού προβλέπεται ότι «τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να θεσπίσουν, συμφώνως προς τα οικεία αυτών συντάγματα, τα απαιτούμενα νομοθετικά μέτρα προς εξασφάλισιν της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως και δη να προνοήσουν περί αποτελεσματικών ποινικών κυρώσεων έναντι των προσώπων των ενεχομένων εις το έγκλημα της γενοκτονίας ή εις μίαν οιανδήποτε εκ των πράξεων των απαριθμουμένων εις το άρθρον 3ον». Το αν η ελληνική Πολιτεία συμμορφώθηκε προς την εν λόγω Σύμβαση (περί Γενοκτονίας) με την έκδοση των νομοθετημάτων του 1959 και με την παραπομπή στη δίωξη από τις γερμανικές δικαστικές αρχές είναι ένα μείζον ζήτημα, για το οποίο μπορεί να επικριθεί (και έχει επικριθεί) η τότε ελληνική Κυβέρνηση. Τούτο όμως δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι τα νομοθετήματα του 1959 αποκαλούσαν του Γερμανούς ναζιστές που έδρασαν στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ως «εγκληματίες πολέμου», χωρίς πάντως, νομίζω, να αρνούνται και αυτά την υπαγωγή τους στο έγκλημα της γενοκτονίας (γενοκτονίας τελεσθείσας κατά μεγάλο μέρος «εν καιρώ πολέμου»).

Τελικά, όποιος και αν είναι ο χαρακτηρισμός και η αξιολόγηση των εγκλημάτων του Α.Μ. κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν μεταβάλλει την ουσία, δηλαδή τη γενική κρίση ότι το σύνολο των πράξεων που συνιστούν το Ολοκαύτωμα (και που μάλιστα ξεκίνησαν ήδη από το 1933) αποτελούν τις φρικαλεότερη και απεχθέστερη γενοκτονία που έλαβε χώρα στην Ευρώπη κατά τους τελευταίους αιώνες. 

Ευχαριστώ εκ των προτέρων για τη δημοσίευση αυτής της επιστολής μου.

Φιλικά
Μιχάλης Σταθόπουλος


Θέσαμε υπόψη του συνεργάτη μας κ. Τομπίας Μπλούμελ το κείμενο του Ακαδημαϊκού κ. Μιχάλη Σταθόπουλου. Ακολουθεί η απάντησή του:


Η απομόνωση από το συγκείμενο τμήματος της πρότασης στο αγγλικό πρωτότυπο «...δεν όρισε το Ολοκαύτωμα ως γενοκτονία» (SOM 2-3/2021, σ. 104) μπορεί να είναι τόσο παραπλανητική όσο και η μετάφρασή του στα Ελληνικά (ARB, τχ. 139, Μάιος 2022, σ. 28). Αυτό όμως δεν αλλάζει τα δεδομένα.

Να διευκρινίσω:

Ο Καθηγητής κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης της Ελλάδας στις 4.4.2001 φυσικά και δεν όρισε το Ολοκαύτωμα ως Γενοκτονία. Ωστόσο, τα Ηνωμένα Έθνη το είχαν ήδη πράξει το 1946 (A/RES/96(I) στο πλαίσιο των δικών της Νυρεμβέργης, που οδήγησαν στη Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας το 1948 (RES 260 A (III)). Η Σύμβαση, που υπεγράφη από την Ελλάδα (και τη Δυτική Γερμανία) το 1954 (σε ισχύ από το 1955), όρισε όλα τα κύρια μέτρα που οδήγησαν στην καταστροφή του Ευρωπαϊκού Εβραϊσμού από τους εθνικοσοσιαλιστές, δηλαδή το Ολοκαύτωμα, ως Γενοκτονία. Ένα έγκλημα, το οποίο ορίζεται περαιτέρω ως ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος και, το σημαντικότερο, διεθνούς δικαίου, και για τη διάπραξη του οποίου «είτε σε καιρό ειρήνης είτε σε καιρό πολέμου», οι εντολείς και οι συνεργοί πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται από τα συμβαλλόμενα μέλη, παρά την νομική σκέψη της τοπικής εξαιρετικότητας. Η Ελλάδα είναι (ιδρυτικό) μέλος των Ηνωμένων Εθνών από το 1945.

Στο άρθρο (ARB, τχ. 139) αναφέρθηκα στην απόρριψη της αίτησης του ΚΙΣ (4.4.2001) από τον Υπουργό σχετικά με την ερήμην δίκη εναντίον του Άλοϊς Μπρούνερ για την εκτόπιση και εξόντωση της Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή για ένα μέρος του Ολοκαυτώματος/Γενοκτονίας του Ευρωπαϊκού Εβραϊσμού, ως «εγκλήματα πολέμου σε βάρος μεγάλου αριθμού ομοθρήσκων σας στην πόλη της Θεσσαλονίκης» (AYD 29480/4-4-2001).

Σε κάθε περίπτωση, κατά τη νομική γλώσσα, ο Μπρούνερ ήταν ένας εγκληματίας πολέμου που διέπραξε εγκλήματα πολέμου πριν, κατά τη διάρκεια και ακόμη και μετά τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα (1941-1944). Μετά τις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν από την Γαλλία, κατατάχθηκε ως καταζητούμενος στη λίστα της Επιτροπής Εγκλημάτων Πολέμου των Ηνωμένων Εθνών (UNWCC) το 1944 (UNWCC, Charge No. 4, Case File 4/Fr/G/4). Αλλά όχι μόνο ως ένας οποιοσδήποτε εγκληματίας πολέμου, αλλά ένας από τους πολύ γνωστούς και διεθνώς καταζητούμενους (όχι από την Ελλάδα) δράστες του Ολοκαυτώματος, που είχε δολοφονήσει σε όλη την Ευρώπη με πένα και όπλο, καταστρέφοντας ολόκληρες εβραϊκές κοινότητες, καταστρέφοντας δηλαδή και την πολιτισμική κληρονομιά των χωρών, στην περίπτωσή μας την κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο III, § 4 και § 5 της Σύμβασης για τη Γενοκτονία του 1948, όχι μόνο «προσπάθησε να διαπράξει», αλλά, πολύ ενεργά, συμμετείχε («συνενοχή») στην πράξη της Γενοκτονίας. Χωρίς να διυλίζουμε τον κώνωπα, ισχύει επίσης το άρθρο II, §§ 1-4.

Ως προς το θέμα που μας αφορά, ο Μπρούνερ ήταν η «επιτομή του τευτονικού σαδισμού» (Molcho / Nechama 1981, σ. 119) όχι μόνο στα μάτια των Ελλήνων επιζώντων του Ολοκαυτώματος, ο οποίος αργότερα χλεύαζε ακόμη και δημοσίως τα θύματα από τη συριακή εξορία του (Die Bunte 30.10.1985), λίγο περισσότερο από μισό χρόνο πριν ο Παπανδρέου και ο Άσαντ δώσουν τα χέρια στην Αθήνα (26.5.1986). Ένα μήνα μετά, ο Έλληνας Υπουργός Δικαιοσύνης υπέγραψε την απόρριψη της πρώτης αίτησης του ΚΙΣ (ΚΙΣΑ 0331/25-11-1985· ΚΙΣΑ 0534/23-5-1986), θεμελιώνοντας το επιχείρημα στο ότι η Ελλάδα, το 1959, είχε στερήσει από τον εαυτό της τη δικαιοδοτική της κυριαρχία ως προς τις δικαστικές διώξεις των Γερμανών εγκληματιών πολέμου (ΑΥΔ 66557/26-6-1986). Πράγματι, ένα γεγονός τόσο διεθνώς μοναδικό όσο και η απολογητική επανάληψη αυτού του επιχειρήματος για τις επόμενες δυόμισι δεκαετίες.

Ωστόσο, το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Εφετείο Αθηνών, δηλαδή οι αρμόδιες δικαστικές αρχές, γνώριζαν ήδη από το 1984 ότι ο νόμος και το διάταγμα του 1959 δεν ήταν διμερείς συμφωνίες, αλλά μονομερείς πράξεις του εσωτερικού δικαίου και ότι θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ακυρωθούν από τη Βουλή. Αυτό το γνώριζαν ή τουλάχιστον θα έπρεπε να το γνωρίζουν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές το 2001.

Περαιτέρω, όπως η δισέλιδη νομική γνωμοδότηση («Σχετικό Σημείωμα για την έκδοση του Άλοϊς Μπρούνερ») που επισυνάπτεται στην αίτηση του ΚΙΣ προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης την 1η Μαρτίου 2001 υποστήριζε ότι ενδεχομένως ούτε καν η ακύρωση του νόμου και του διατάγματος του 1959 ήταν απαραίτητη για την υποβολή επίσημης αίτησης έκδοσης ή/και παραπομπής σε δίκη του Μπρούνερ αυτοπροσώπως ή ερήμην. Άρθρο μόνο ν.δ. 4122/1960 (ΦΕΚ Α΄ 170), σύμφωνα με το οποίο οι Γερμανοί υπήκοοι εγκληματίες πολέμου μπορούν να καλούνται ως μάρτυρες ή κατηγορούμενοι ενώπιον των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων. Αλλά, ανεξάρτητα από αυτό, με τον ν. 4165/1961 (ΦΕΚ Α΄ 75) που κύρωσε την από 13.12.1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση περί Εκδόσεως, κάθε μονομερής ρύθμιση που αφορά ποινική δίωξη Γερμανών υπηκόων εγκληματιών πολέμου είχε καταργηθεί.

Επιπλέον, ο πρώην πρόεδρος του ΚΙΣ Μωυσής Κωνσταντίνης (1932-2018), που επέζησε παραμένοντας κρυμμένος κατά τη Γερμανική Κατοχή, αναφέρθηκε στο Ψήφισμα του δεύτερου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την έκδοση και δίκη του Άλοϊς Μπρούνερ (Β4-0194/97). Όσον αφορά το Ολοκαύτωμα και την «εμφάνιση ιδεών σχετικά με την άρνησή του», οι αρχές των κρατών-μελών κλήθηκαν, μεταξύ άλλων, να συμβάλλουν στη δίωξη και την έκδοση του Μπρούνερ· επομένως, κατέληξε ο Κωνσταντίνης:

«Είναι πραγματικά διδακτικό να καταστεί γνωστό στην παγκόσμια κοινότητα ότι οι μεγάλοι εγκληματίες, έστω και μετά από δεκαετίες, λογοδοτούν στη δικαιοσύνη. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πράξει και να παρουσιάσει συγκεκριμένο έργο για το θέμα αυτό συστρατευόμενη με τη Γαλλία, της οποίας η πολιτική αποτελεί παράδειγμα. Ελπίζουμε ότι επί των ημερών της υπουργείας σας θα υπάρξει η κατάλληλη ενέργεια που θα παραμείνει ως φάρος στο ιστορικό της καταδίκης των εγκληματιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» (ΚΙΣΑ 297/1-3-2001).

Αλλά αντίθετα («πλην όμως»), αφού εξέφρασε εν συντομία τις συμπάθειές του, ο Υπουργός έκανε διάλεξη στον Κωνσταντίνη για τον νόμο και διάταγμα του 1959, για το περιεχόμενο των οποίων ο πρόεδρος του ΚΙΣ είχε ενημερώσει τον Υπουργό ένα μήνα πριν. Είτε αντιλαμβανόταν ιδιωτικά το Ολοκαύτωμα ως Γενοκτονία είτε όχι, όπως και οι προκάτοχοί του, ο Υπουργός, παρ’ όλο που ήταν καθηγητής Νομικής, έκρινε ότι δεν άξιζε να ασχοληθεί με το ζήτημα.

Ωστόσο, η πολιτική βούληση για την διεξαγωγή δίκης εναντίον του Μπρούνερ στην Ελλάδα, είτε αυτοπροσώπως είτε ερήμην, απαιτούσε την ύπαρξη επίγνωσης και συνείδησης για την ανάγκη και, ιδίως, για το δικαίωμα των Ελλήνων επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των απογόνων τους στη (μεταβατική) δικαιοσύνη. Επιπλέον, απαιτούσε την επίγνωση ότι (και στην Ελλάδα) η διαχείριση του Ολοκαυτώματος εμπίπτει επίσης στο πεδίο ευθύνης των δικαστικών αρχών. Προφανώς, σύμφωνα με την έρευνά μου για την υπόθεση του Άλοϊς Μπρούνερ, τέτοια επίγνωση δεν υπήρχε. Η άρνηση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος στους επιζώντες και στους απογόνους τους παραβίαζε όχι μόνο τις ίδιες τις αρχές της Σύμβασης για τη Γενοκτονία, αλλά αντανακλούσε επίσης τη γενική αδιαφορία και την πολιτική απροθυμία να αντιμετωπιστεί το Ολοκαύτωμα και οι συνέπειές του στην Ελλάδα εκείνη την εποχή (2001). Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί μια αχτίδα ελπίδας το ότι, χάρη στους πρωτοπόρους της ελληνικής έρευνας για το Ολοκαύτωμα, η Καταστροφή του Ευρωπαϊκού Εβραϊσμού γίνεται τώρα δημοσίως αντιληπτή ως Γενοκτονία στην Ελλάδα, χωρίς κούφια λόγια.

Ευχαριστώ για τη δυνατότητα διευκρίνισης.

Με τιμή,
Tobias Blümel

 

Ανταπάντηση Μ. Σταθόπουλου

Προς τον
Διευθυντή της «Αθηναϊκής Επιθεώρησης
του Bιβλίου» (The Athens Review of Books)
κ. Μανώλη Βασιλάκη

Κοιν.: Πρόεδρο της Ακαδημίας
κ. Αντώνη Ρεγκάκο

Αθήνα, 12 Ιουλίου 2022

Κύριε Διευθυντά
Ευχαριστώ για τη δημοσίευση της επιστολής μου, την οποία, ορθώς φυσικά, θέσατε υπόψη του κ. Blümel. Η απάντησή του όμως δεν αναιρεί την ανακρίβεια που περιέχει το άρθρο του, ότι δήθεν δεν θεωρώ το Ολοκαύτωμα ως Γενοκτονία. Στο άρθρο του ο κ. Blümel είχε πράγματι γράψει ότι στην επιστολή μου προς το ΚΙΣ «δεν όρισα το Ολοκαύτωμα ως Γενοκτονία» και λίγο πιο κάτω (στον επίλογο του άρθρου, όπου συνοψίζει τα προηγούμενα) διευκρινίζει ακόμη σαφέστερα ότι «το 2001 το ΚΙΣ διαπίστωσε ότι για τον Υπουργό Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλο το Ολοκαύτωμα δεν ήταν Γενοκτονία, αλλά έγκλημα πολέμου». Το νόημα του αρθρογράφου ήταν λοιπόν σαφές και ήταν ανακριβές. Αυτή η ανακρίβεια ήταν που δικαίως με ενόχλησε και με ανάγκασε να σας στείλω την επιστολή μου. Θα περίμενα ότι ο κ. Blümel στην απάντησή του θα παραδεχόταν το λάθος του, το οποίο βέβαια δεν θέλω να αποδώσω σε πρόθεση, αλλά σε πλάνη (errare humanum est, perseverare autem …).

Στην απάντησή του όμως ο αρθρογράφος εστιάζει τώρα την κριτική του σε κάτι άλλο. Υποστηρίζει ότι έκρινα, όπως και πολλοί προκάτοχοι και διάδοχοί μου στο Υπουργείο, πως δεν άξιζε να ασχοληθούμε με το θέμα (της δίωξης του Brunner στην Ελλάδα) και ότι αυτό «αντανακλούσε την γενική αδιαφορία και την πολιτική απροθυμία να αντιμετωπισθεί το Ολοκαύτωμα και οι συνέπειές του εκείνη την εποχή».

Βεβαίως θα μπορούσα ως Υπουργός Δικαιοσύνης να παραγγείλω την άσκηση ποινικής δίωξης από την Εισαγγελία. Αλλά οι δικαστικές αρχές δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν. Το εμπόδιο ήταν ο νόμος του 1959, που είχε ψηφισθεί επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή και ανέστελλε τη δίωξη στην Ελλάδα των Γερμανών εγκληματιών πολέμου, παραπέμποντας το θέμα στα γερμανικά δικαστήρια (κακώς κατά τον κ. Blümel, κακώς κατά το ΚΙΣ, κακώς και κατά τη δική μου άποψη). Στην απάντησή του ο κ. Blümel γράφει ότι θα μπορούσε «ενδεχομένως» να θεωρηθεί ότι οι νόμοι αυτοί είχαν καταργηθεί από το ν.δ. 4122/1960 και τον ν. 4165/1961. Αλλά το πρώτο νομοθέτημα (του 1960) στο μοναδικό του άρθρο ερμηνεύει απλώς τη διάταξη του νόμου του 1959 που αφορά την εκτέλεση ποινών επιβληθεισών κατά Γερμανών εγκληματιών πολέμου (π.χ. υπόθεση Μέρτεν) και όχι τη βασική διάταξη του νόμου του 1959 που ανέστελλε τη δίωξη. Το δεύτερο εξάλλου νομοθέτημα (του 1961) κυρώνει διεθνή Σύμβαση για την έκδοση γενικά εγκληματιών και καταδιωκομένων για εγκλήματα, προβλέπει δε η Σύμβαση αυτή στο άρθρο 28 § 1 ότι «η παρούσα Σύμβαση καταργεί πάσαν διάταξιν συνθήκης, συμβάσεως ή διμερούς συμφώνου, ήτις διέπει τα περί εκδόσεως μεταξύ δύο Συμβαλλομένων Κρατών». Καταργούνται δηλαδή από τη διεθνή Σύμβαση διμερείς Συμβάσεις μεταξύ Κρατών και όχι εσωτερική νομοθεσία τους (όπως ο νόμος του 1959) και μάλιστα καταργούνται μόνο διμερείς Συμβάσεις που αφορούν την έκδοση εγκληματιών. Συνεπώς ο νόμος του 1959 (που, εκτός των άλλων, είχε άλλο περιεχόμενο από τα νομοθετήματα του 1960 και του 1961)  δεν καταργείται.

Η κατάργηση αυτή ήταν φυσικά δυνατή, αλλά ανήκε στην αρμοδιότητα της πολιτικής εξουσίας, τελικά της Βουλής. Η οποιαδήποτε σχετική πρωτοβουλία ενός εξωκοινοβουλευτικού, εξωκομματικού Υπουργού (όπως ήμουν εγώ) δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τις κρατούσες πολιτικές δυνάμεις ούτε καν το κυβερνητικό κόμμα (του οποίου, όπως είπα, δεν ήμουν μέλος). Δεν θα ήταν ρεαλιστικό. Αυτό πίστευα τότε, αυτό πιστεύω και σήμερα για εκείνη την εποχή.

Ευχαριστώ για τη φιλοξενία και της νέας επιστολής μου.

Φιλικά
Μιχ. Σταθόπουλος