σύνδεση

Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος, 16 χρόνια μετά

Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος, 16 χρόνια μετά Σκηνή από την ταινία Ιβάν ο Τρομερός του Σεργκέι Άιζενσταϊν (1944).

 

 

[Βλαντίμιρ Σορόκιν, Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2012, σελ. 266]

 

Vladimir Sorokin, Day of the Oprichnik: A Novel, translated by Jamey Gambrell, Farrar, Straus and Giroux, 2012 [2010], 208 pp. [Ρωσική έκδοση: Владимир Сорокин, День опричника, 2006]

 


Σ’ αυτό το σαρκαστικό μυθιστόρημα, το Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος (όπως αποδόθηκε στα ελληνικά), ο Βλαντίμιρ Σορόκιν φαντάζεται μια εύπορη, κυρίαρχη, υπερμοντέρνα αλλά ρεβανσιστική Ρωσία στο μακρινό έτος Κυρίου 2027. Μια τσαρικού τύπου μοναρχία έχει επανακάμψει, ο κομμουνισμός υπάρχει στη μνήμη ως μια εποχή «Κόκκινων Προβλημάτων», ακόμα και η Κόκκινη Πλατεία έχει βαφτεί άσπρη. Ο στενός κύκλος της Αυτού Μεγαλειότητας αποτελείται από καμιά ντουζίνα χαιρέκακους αμοραλιστές ολιγάρχες που σκοτώνουν κατ’ εντολή του Κρεμλίνου. Η ονομασία των ανθρώπων αυτών, ο όρος οπρίτσνικ, μεταφέρει τον Ρώσο αναγνώστη ξανά στην αιματοβαμμένη ηγεμονία του Ιβάν του Τρομερού (1547-1584), τότε που οπρίτσνικ (oprichnik) ονομαζόταν το μέλος της πολυπληθέστατης τσαρικής φρουράς, μιας ομάδας πιστών στο καθεστώς που τρομοκρατούσαν Ρώσους πολίτες, έφιπποι, με κομμένα κεφάλια σκύλων στερεωμένα στη σέλα τους, εν είδει αναφοράς στους σκύλους της κολάσεως.

Ο Σορόκιν ήθελε να φανταστεί πώς θα μπορούσε να γίνει η Ρωσία αν το μέλλον της χώρας καθοριζόταν από τους αντιδραστικούς και τους πιο ένθερμους οπαδούς της παράδοσης – ιδίως από τον πολιτικό φιλόσοφο Αλεξάντρ Ντούγκιν, αλλά και από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος ήταν ακόμα σχετικά νέος στην προεδρία το 2006, τη χρονιά που εκδόθηκε το βιβλίο στη Ρωσία. Μέχρι στιγμής, η εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί την πιο βάναυση και κραυγαλέα έκφανση του πολιτικού οράματος και των δύο, καθώς με κάθε επίσημη δικαιολογία για τον πόλεμο, με κάθε παράλογη αιτιολόγησή του, ο Πούτιν και οι περί αυτόν μοιάζουν να αποκαλύπτουν όλο και περισσότερο το όραμα που υπαγορεύει ο Ντούγκιν. Ο Πούτιν έχει απορρίψει πλήρως το ουκρανικό έθνος ως ιδέα· του αρέσει να υπενθυμίζει στο κοινό του παλαιότερες εποχές του ρωσικού ιμπεριαλισμού, ενώ ο υπουργός του των Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έχει πει επίσης ότι ο τωρινός πόλεμος σηματοδοτεί το τέλος του αμερικανικού «μονοπολικού» κόσμου – μια από τις βασικές εμμονές του Ντούγκιν. Με όλα αυτά στο προσκήνιο, αξίζει να δούμε τι είχε κατά νου ο Σορόκιν πριν από δεκαπέντε χρόνια και βάλε.

Ο εν λόγω οπρίτσνικ, ο Αντρέι Ντανίλοβιτς Καμιάγκα, είναι ένας ολιγάρχης που διατηρεί και μια επίφαση χριστιανικής ευσέβειας. Ξυπνάει με το κινητόφ (μομπίλοφ) του να χτυπάει και σηκώνεται από το κρεβάτι με το κεφάλι ασήκωτο από το προηγούμενο μεθύσι. Λέει μια προσευχή μαζί με τον καλό του υπηρέτη τον Φιέντκα και μετά απολαμβάνει ένα αναζωογονητικό τζακούζι. Η πανέμορφη καμαριέρα του η Τανιούσκα τού σερβίρει ένα σωστό ρωσικό πρωινό, τυροπιτάκια, γογγύλια βραστά με μέλι, κισέλ [είδος ζελέ]. (σ. 13) Έπειτα ο Καμιάγκα βλέπει ειδήσεις και πηγαίνει στην αστραφτερή του κόκκινη Μερσέντοφ, όπου ένας γκρουμ τού παρουσιάζει το κεφάλι ενός φρεσκοσκοτωμένου σκύλου, ενός ιρλανδέζικου γούλφχαουντ, για να διακοσμήσει εκείνη τη μέρα το καπό «Αντρέι Ντανίλοβιτς, την έγκρισή σας!», σ. 18). Η Μερσέντοφ οδηγεί ήσυχα τον Καμιάγκα, μέσα από την πυκνή κυκλοφορία της Μόσχας, στο πρώτο πατριωτικό του καθήκον της ημέρας.

Στο κοντινό μέλλον του Σορόκιν, ένα Δυτικό Τείχος χωρίζει τη Ρωσία από την πολυάνθρωπη, ξεπεσμένη ευρωπαϊκή ήπειρο, από την «βρωμιά και την αθεΐα, από τους σοδομίτες, τους Καθολικούς, τους μελαγχολιακούς» – αλλά κυρίως από τους κυβερνοπάνκ, που προφανώς αποτελούν πρόβλημα. (σ. 235). Κατά την πρωινή του ρουτίνα, ο Καμιάγκα μελετά την τιμή του ρουβλιού έναντι του γιουάν, αλλά δεν ασχολείται καθόλου με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εδώ έχουμε την Αναγεννημένη Ρωσία, έτσι όπως θα την είχε φανταστεί ο Αλεξάντρ Ντούγκιν: η Μόσχα στην καρδιά μιας απέραντης και θαλερής Ευρασιατικής Συμμαχίας, όπου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μικρότερη σημασία από την Κίνα και το ΝΑΤΟ έχει καταρρεύσει, υποχρεώνοντας τις φιλελεύθερες ΗΠΑ να επιστρέψουν στην κατάσταση που τους αξίζει, να ξαναγίνουν μια ασήμαντη περιφερειακή δύναμη. Οι δόξες της τσαρικής Ρωσίας αναμιγνύονται με την πολυτέλεια του 21ου αιώνα, κι ακόμα και οι λέξεις για τη Mercedes, το κινητό και το αεροπλάνο Boeing έχουν εκρωσιστεί [Μερσέντοφ, μομπίλοφ/κινητόφ, Μπόινγκ/Ιτσέντι-797].

Αυτό το εθνικιστικό ρωσικό όνειρο δεν είναι μόνο του Αλεξάντρ Ντούγκιν: μετέχουν σ’ αυτό πολλοί από τον κύκλο του Πούτιν, πλούσιοι, σε αδιέξοδο. Αλλά ο Ντούγκιν αποτελεί τον πιο ορατό υποστηρικτή του νέου ρωσικού ολοκληρωτισμού κατά τα παλιά τσαρικά πρότυπα. Τη δεκαετία του ’80, ο Ντούγκιν ήταν ένας θρησκευόμενος πολέμιος του κομμουνισμού, ο οποίος μετά την ντροπή του 1989 έγινε εθνικιστής φιλόσοφος. Από το γύρισμα του αιώνα κι έπειτα, είναι κάτι σαν σύμβουλος του Πούτιν αλλά και πρόσωπο που ασκεί γοητεία σε ορισμένους στη Δύση, όπως στον Άλεξ Τζόουνς.[1] Πολλοί τον χαρακτηρίζουν, λίγο αβασάνιστα, ως «το μυαλό του Πούτιν», έστω κι αν ο Πούτιν έχει πάμπολλους συμβούλους. Σε μια συνέντευξη στο 60 Minutes[2] ο Ντούγκιν απλώς ένευσε ακούγοντας την αναφορά σ’ αυτή την ταμπέλα και είπε: «Στη βάση αυτής της δήλωσης βρίσκεται ακριβώς η αντιστοιχία ανάμεσα στο τι κάνει ο Πούτιν και στα όσα λέω πάντα εγώ».

Και όσα λέει είναι πολύ συχνά παλαβομάρες. Προέβλεψε την προσάρτηση της Κριμαίας το 2008,[3] και το 2014, όταν αυτή συνέβη, είπε πως ένας μεγαλύτερης κλίμακας πόλεμος με την Ουκρανία είναι «αναπόφευκτος». Έγραψε το 1997 ότι «Η Ουκρανία ως κράτος δεν έχει κανένα γεωπολιτικό νόημα», άποψη που ο Πούτιν έχει επαναλάβει πολλές φορές, καθώς και ότι θεωρεί το ΝΑΤΟ ένα «Βορειοατλαντικό Ανακόντα». Πολλοί ακροδεξιοί σχολιαστές στην Αμερική έχουν ερωτευτεί το μειλίχιο μίσος του Ντούγκιν για τον δυτικό φιλελευθερισμό, ενώ μεγάλο μέρος του θαυμασμού από την πλευρά των ρεπουμπλικανών για τη Ρωσία ως χριστιανικό κράτος της λευκής φυλής μπορεί να αναχθεί στις δικές του ιδέες. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αυτές οι ιδέες βαδίζουν χέρι-χέρι με οράματα περί ενός ρωσικού imperium που οι περισσότεροι Αμερικανοί σχολιαστές και μέλη του Κογκρέσου μπορούσαν με πολλή ασφάλεια να αγνοούν, μέχρι την 24η Φεβρουαρίου, όταν ο Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία.

Βέβαια, κανένα από τα οράματα του Ντούγκιν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την επιβολή λίγης παλιομοδίτικης τιμωρίας για τους αντιφρονούντες. Έτσι, ο Καμιάγκα, ο μυθοπλαστικός οπρίτσνικ του Σορόκιν, καταφθάνει με τη Μερσέντοφ του στην ντάτσα ενός αντιφρονούντα βογιάρου (αριστοκράτη), όπου κάμποσοι οπρίτσνικε σπάνε την πόρτα και βρίσκουν το θύμα τους κρυμμένο, μαζί με την όμορφη γυναίκα του, μέσα σε έναν ευρύχωρο ρωσικό φούρνο με επένδυση από λευκά πλακάκια.

Αμέσως ο βογιάρος δένεται πισθάγκωνα και φιμώνεται. Τον πάνε σπρώχνοντας στην αυλή. Όσο για τη γυναίκα... Θα την κανονίσουμε πιο χαρωπά. Έτσι συνηθίζεται. Εκείνη τη δένουν στον πάγκο του χασάπη. (σ. 35).

Ο Καμιάγκα ακούει με έκπληξη την εντολή να πυρποληθεί το σπίτι του αριστοκράτη: το σύνηθες είναι ότι η περιουσία των αντιφρονούντων ευγενών περνά στους οπρίτσνικε. Στο κάτω κάτω, έτσι έκανε κι ο Καμιάγκα τα λεφτά του.

Αργότερα, την ίδια μέρα, δίνει αναφορά αυτοπροσώπως στο Κρεμλίνο, όπου συναντά τη σύζυγο της Αυτού Μεγαλειότητος, μια ψυχρή αλλά επιπόλαιη γυναίκα που αδυνατεί να καταλάβει τι έχει ο ρωσικός λαός εναντίον της. Υποδέχεται τον Καμιάγκα με θερμή ειρωνεία «Γεια σου, φονιά» (σ. 172), ενώ το πολυαγαπημένο της ευερέθιστο γκρέιχαουντ απολαμβάνει ψιλοκομμένο πιτσούνι μέσα σε θαλασσινό κοχύλι. («Φάε, καμάρι μου εσύ».) – σ. 182.

Ο Καμιάγκα περιγράφει τη συναυλία ενός δημοφιλούς λαϊκού τραγουδιστή, ο οποίος νωρίτερα έχει παίξει ένα πικρόχολο τραγούδι σχετικά με τη Μεγαλειοτάτη, μπροστά σε πολύ κόσμο, σε μια γεμάτη αίθουσα, όπου μια αντιδιαδήλωση βαλτών από την κυβέρνηση μέσα στο κοινό έχει μόλις αποτύχει. Ο Καμιάγκα έχει τώρα κληθεί για να δώσει εξηγήσεις για αυτή την αποτυχία.

«Μεγαλειοτάτη, αυτοί δεν είναι παρά μια δράκα από κακόβουλους αποστάτες».

Εκείνη με κοιτά όπως θα κοίταζε μια τίγρη ένα ποντίκι. Μετανιώνω που άνοιξα το στόμα μου.

«Δεν είναι μια δράκα από αποστάτες, ηλίθιε! Είναι ο άγριος λαός μας!»

Καταλαβαίνω. Ο λαός μας δεν είναι φτιαγμένος από ζάχαρη. Δύσκολα μπορείς να δουλέψεις μαζί του. Έλα όμως που ο Θεός δεν μας έδωσε άλλο λαό. Σωπαίνω. Και η Τσαρίνα, ξεχνώντας ολότελα το φαγητό, πιέζει πάνω στα χείλη της την ακρούλα της διπλωμένης βεντάλιας:

«Ζηλεύουν επειδή είναι δουλοπρεπείς. Ξέρουν αυτοί πώς να υποκριθούν. Στην πραγματικότητα όμως, εμάς τους εξουσιαστές δεν μας αγαπούν. Ούτε και θα μας αγαπήσουν ποτέ. Αν τους δοθεί ευκαιρία, θα μας κάνουν χίλια κομμάτια». (σ. 185)

Αυτός ο ρυθμός της καταπίεσης και της βίαιης επανάστασης στη Ρωσία είναι κάτι γνωστό στον Σορόκιν, ο οποίος έκανε την εμφάνισή του ως συγγραφέας επί σοβιετικού καθεστώτος τη δεκαετία του ’80. Ούτε και τότε ήταν λιγότερο ενοχλητικός για το Κρεμλίνο. Ο Σορόκιν δεν είναι απλώς ένας σατιρικός συγγραφέας αλλά και ένας συγγραφέας του φανταστικού που αφότου ανέβηκε ο Πούτιν στην εξουσία έγινε οργισμένα πολιτικοποιημένος. Το μυθιστόρημά του δεν έχει τη νηφαλιότητα που υπαινίσσεται ο τίτλος. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα άγριο πολιτικό καρτούν φτιαγμένο με δυνατές πινελιές. Ο ίδιος ο Πούτιν έχει σβηστεί τελείως από αυτόν τον μυθοπλαστικό κόσμο, το χιούμορ όμως θα είναι σίγουρα προφανές σε οποιονδήποτε Ρώσο.

Ο κύριος Ντούγκιν κάνει ένα σύντομο πέρασμα υπό τη μορφή ενός «γερο-παλιάτσου» ονόματι Ντουγκά. Όταν η Μεγαλειοτάτη αποσύρεται από τη συνάντησή της με τον Καμιάγκα μέσα σε ένα απαλό σύννεφο μουσικής από μπαλαλάικες και κολακείες, βρίσκει ένα πλήθος «υποστηρικτών» που υποκλίνονται βαθιά:

Δυο παλιοί γελωτοποιοί, ο Παβλούσκα ο Σκαντζόχοιρος και ο Ντουγκά το Στοιχειό του Δάσους τρέχουν προς το μέρος της∙ την αρπάζουν από τα χέρια, της φιλούν τα δάχτυλα. Ο στρογγυλοπρόσωπος Παβλούσκα μουρμουρίζει το γνωστό μότο του: «Εξιουχία, εξιουχία, εξιουχία!» (Εξουσία)

Ο Ντουγκά ο μαλλιάς κακαρίζει: «Ευγαζία, Ευγαζία, Ευγαζία!» (Ευρασία)

Οι υπόλοιποι το ρίχνουν στον χορό, μαζεύονται γύρω από την τσαρίνα κάνοντας τον συνηθισμένο κύκλο τους. Και μονομιάς βλέπω το πρόσωπό της να καλοσυνεύει, τα φρύδια της να χαλαρώνουν, τα μάτια της να γαληνεύουν. (σσ. 188-189)

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Ντούγκιν δεν είναι πραγματικά σημαντικό δημόσιο πρόσωπο στη Ρωσία, ότι στη Δύση είναι υπερτιμημένος και ότι του παίρνουν συνεντεύξεις στην τηλεόραση ακριβώς λόγω των περίεργων ιδεών του. Αν είναι έτσι, αξίζει έπαινος στον Σορόκιν που μπήκε στον κόπο να πετσοκόψει μια τέτοια περιθωριακή μορφή, διότι στο μεταξύ τα οράματά του έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται με φρικτή συνέπεια. Ειδικοί σχολιαστές, από τον Τάκερ Κάρλσον μέχρι τον Γκλεν Γκρήνουολντ έχουν χαϊδέψει την άποψη του Ντούγκιν ότι το ΝΑΤΟ απειλεί την ασφάλεια της Ρωσίας από το 1991 και μετά, όταν έληξε ο Ψυχρός Πόλεμος, και είναι αλήθεια ότι πολλοί άνθρωποι εκτός Ανατολικής Ευρώπης έζησαν την πολυτέλεια να αναρωτιούνται επί τριάντα χρόνια γιατί να υπάρχει το ΝΑΤΟ αφού ο λόγος ύπαρξής του –η Σοβιετική Ένωση– δεν υπάρχει πια. Όλα αυτά άλλαξαν τον Φεβρουάριο. Εκείνο που μοιάζει δύσκολο να αρνηθεί κανείς είναι ότι το ΝΑΤΟ συνιστά άμεσο και μοιραίο κίνδυνο για το μεγαλεπήβολο ευρασιατικό όραμα των οπαδών της ρωσικής πολιτικής παράδοσης, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε συζήτηση περί συμμετοχής της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ να ακούγεται σαν «απειλή» προς την ίδια τη Ρωσία.

Ο Σορόκιν διέκρινε τα ρεύματα αυτά ήδη πριν από είκοσι χρόνια. Και υπήρξε θύμα τους το 2002, όταν μια νεολαιίστικη ομάδα υποστηρικτών του Πούτιν συγκεντρώθηκε μπροστά από το Θέατρο Μπολσόι για να διαδηλώσει εναντίον μιας όπερας, το λιμπρέτο της οποίας είχε γράψει ο Σορόκιν. Οι νεαροί πετούσαν αντίτυπα του μυθιστορήματός του με τίτλο Μπλε ξύγκι (που κυκλοφόρησε το 1999) σε μια υπερμεγέθη τουαλέτα από πεπιεσμένο χαρτί. Για το ίδιο μυθιστόρημα ο Σορόκιν κατηγορήθηκε βάσει του ρωσικού νόμου περί πορνογραφίας, λόγω μιας φανταστικής σκηνής σεξ ανάμεσα στον πρώην γενικό γραμματέα της Σοβιετικής Ένωσης Νικίτα Χρουστσόφ και τον Ιωσήφ Στάλιν. Ο Σορόκιν ισχυρίζεται ότι έγραψε το Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος ως απάντηση σε αυτή τη διαμαρτυρία μέσα σε έναν και μόνο καυτό μήνα. Το μυθιστόρημα κλείνει με μια σκηνή ομαδικού σεξ ανάμεσα στους ορθόδοξους οπρίτσνικε. Και δεν χαρίζεται καθόλου – ξέρει με ποιους έχει να κάνει και τους φτύνει κατάμουτρα. Το Πίσω από το Μεγάλο Ρωσικό Τείχος λειτουργεί σαν μια μακρόπνοη καρικατούρα της ρωσικής κουλτούρας του Ισχυρού Άνδρα, όπως τον έχει οραματιστεί ο πιο πρόσφατος Ισχυρός Άντρας της, ο οποίος, αν συνεχίσει έτσι, θα μείνει στη μνήμη σαν ένας χοντροκέφαλος που οδήγησε τη Ρωσία εκατό χρόνια πίσω, απομακρύνοντάς την από την κοινωνία των εθνών και βυθίζοντάς την μέσα σε μια θάλασσα αχρείαστου πολεμικού χρέους. Και θα είναι υπέροχα αν πάρει και μερικούς από τους Αμερικανούς υποστηρικτές του μαζί.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
Οπρίτσνινα (Oprichnina) ονομάστηκε το σώμα «ειδικών δυνάμεων» που δημιούργησε το 1565, ως προσωπική φρουρά, ο Ιβάν Δ΄ της Ρωσίας, ο γνωστός Ιβάν ο Τρομερός (1530-1584).

Ο Ιβάν ανέβηκε στον θρόνο της Ρωσίας το 1547, σε ηλικία 16 ετών. Εξ αρχής προσέδωσε στην ηγεμονία του χαρακτηριστικά απόλυτου μονάρχη: υπήρξε ο πρώτος «τσάρος» της Ρωσίας, κατά τα πρότυπα των βυζαντινών αυτοκρατόρων ή των Τατάρων χαν. Το 1564, εν μέσω επισιτιστικής κρίσης και πολεμικών αποτυχιών ο Ιβάν αποχώρησε από τη Μόσχα και τον θρόνο κατηγορώντας την αριστοκρατία και τον κλήρο για εκτεταμένη διαφθορά και προδοσία. Μετά το κυβερνητικό χάος που ακολούθησε, οι βογιάροι τον ικέτευσαν να γυρίσει. Ο Ιβάν δέχτηκε δηλώνοντας ότι θα προβεί σε καταδίκες και τιμωρία των προδοτών με συνοπτικές διαδικασίες, παρακάμπτοντας δηλαδή εντελώς τα δικαστήρια. Για τον σκοπό αυτόν επιστράτευσε τους οπρίτσνικους (oprichniki), ένα σώμα αρχικά 1.000 περίπου ανδρών, από τις χαμηλότερες κυρίως τάξεις και χωρίς καθόλου δεσμούς με την αριστοκρατία. Οι οπρίτσνικοι έδιναν όρκο πίστης αποκλειστικά και μόνο στον Ιβάν.

Οι εκκαθαρίσεις στράφηκαν αρχικά εναντίον συγκεκριμένων οικογενειών που κατηγορήθηκαν (αυθαίρετα) για συνωμοσία. Σύντομα η βία κλιμακώθηκε, η δύναμη των οπρίτσνικων ανήλθε σε 6.000 άνδρες, έφιππους, μαυροντυμένους, με σύμβολο κομμένα κεφάλια σκύλων. Κορύφωση της τρομοκρατίας που σκόρπισε ο Ιβάν στάθηκαν οι μαζικές σφαγές χιλιάδων κατοίκων, ευγενών και μη, κληρικών και λαϊκών, στην ακμάζουσα πόλη του Νόβγκοροντ, το 1570. Τις περιουσίες των εκτελεσθέντων σφετερίζονταν οι οπρίτσνικοι. Η φρουρά διαλύθηκε την επόμενη χρονιά, όταν σχεδόν απέτυχε να προστατεύσει τη Μόσχα απέναντι στην επίθεση του χαν της Κριμαίας.

© 2022 n+1 Foundation, Inc.

— Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Σημ, ARB: Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό n+1, στις 21 Απριλίου 2022. Το δημοσιεύουμε με την ευγενική άδεια του συγγραφέα. Οι σελίδες στις οποίες παραπέμπουμε είναι στην ελληνική έκδοση. Ευχαριστούμε θερμά την μεταφράστρια του έργου στα ελληνικά Σταυρούλα Αργυροπούλου για τη βοήθειά της στον εντοπισμό των αποσπασμάτων.


 

 

[1] https://bit.ly/3lTVNy4

[2] https://cbsn.ws/3wQjqOl

[3] https://stanford.io/3z7RwPL