σύνδεση

Η πληρέστερη αφήγηση για το ’21

Η πληρέστερη αφήγηση για το ’21 Έλληνες πειρατές επιτίθενται σε τουρκικό πλοίο, αχρονολόγητο, Γαλλία, 19ος αιώνας, Μουσείο Τέχνης του Κλήβελαντ.

 

 

Mark Mazower, Η Ελληνική Επανάσταση, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, επιμ. Κώστας Λιβιεράτος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, σελ. 565

 

Διάβασα ολόκληρη την Ελληνική Επανάσταση του Μαρκ Μαζάουερ από την ελληνική μετάφραση του Κώστα Κουρεμένου. Νομίζω ότι έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του από το μακρινό 1985, όταν μου έδωσε, στην πρώτη γνωριμία μας, μια δακτυλόγραφη σύντομη μελέτη του για τη Θεσσαλονίκη. Κι όμως κάθε φορά εκπλήσσομαι από τη συγγραφική του δεινότητα και, ειδικότερα, από τη σύνθεση μιας αχανούς βιβλιογραφίας. Αλλά αυτό είναι το ισχυρότερο σημείο του Μαζάουερ, η πλούσια ιστορική αφήγηση, που κάνει κάθε βιβλίο του ευανάγνωστο και μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Σε τελική ανάλυση αυτός είναι ο βασικότερος ρόλος του ιστορικού, να δώσει τη δική του επεξεργασμένη εκδοχή των γεγονότων, να πλάσει με τις λέξεις τη δική του πειστική αλήθεια για το τι και πώς διαδραματίστηκε κατά την άποψή του.

Στην περίπτωση του Ελληνικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία το όλο εγχείρημα μοιάζει τρομακτικό, σχεδόν αδύνατο για τρεις βασικούς λόγους: Στην πορεία δύο αιώνων δημιουργήθηκε ένας κολοσσιαίος όγκος εκδομένων πρωτογενών πηγών, σε πολλές γλώσσες, και ένας εξίσου εντυπωσιακός ιστορικών μελετών, από εγχειρίδια μέχρι διατριβές και άρθρα πολύ ειδικού ενδιαφέροντος για κάθε γωνία της επαναστατημένης Ελλάδας σε τοπικά περιοδικά. Η αποτίμηση της βιβλιογραφίας αυτής, που δεν είναι συγκροτημένη σε ένα σώμα, είναι από μόνη της μια πρόκληση. Ο Μαζάουερ αφήνει στην άκρη τα πολύτομα και πολυσέλιδα έργα αναφοράς, όπως του Βακαλόπουλου, του Κόκκινου και της Εκδοτικής Αθηνών, επιλέγει παλαιότερες κλασικές μελέτες, ειδικά τις αγγλόφωνες, και αξιοποιεί σε μεγάλη έκταση και βάθος τη βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών, ακόμη και τις ανέκδοτες διδακτορικές διατριβές. Με αυτά τα δεδομένα ανασυνθέτει τις εκδομένες πρωτογενείς πηγές, έναν εντυπωσιακά μακρύ κατάλογο τίτλων, κυρίως ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών, σχεδόν δέκα σελίδων, αλλά αφήνει εκτός τις εφημερίδες της εποχής, ακόμη και τις ήδη ψηφιοποιημένες ελληνόφωνες. Προφανώς κάνει τις επιλογές του, ώστε το εγχείρημα να είναι εφικτό.

Η επιλογή στόχων είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστεί και το δεύτερο μέγα ζητούμενο, η σύνθεση του υλικού σε μια ενιαία αφήγηση. Δεν είναι δυνατόν μια μονογραφία να περιλάβει εξίσου όλες τις πλευρές και διαστάσεις της Επανάστασης, τις γεωγραφικές, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και διπλωματικές, ελληνικές, αλβανικές, αιγυπτιακές, οθωμανικές, ευρωπαϊκές και αμερικανικές, πολλώ δε μάλλον τις προσωπικές, των πρωταγωνιστών και όσων άλλων άφησαν κάποιο ιστορικό αποτύπωμα. Ο Μαζάουερ έχει επίγνωση της πολλαπλότητας του θέματος, ξέρει τη βαρύτητα των πληροφοριών και παίρνει τις αποφάσεις του. Πρόκειται για μια ιστορία εστιασμένη στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά, όχι στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία ή την Κρήτη, μια ιστορία όπου ο ρωσικός και ο γερμανικός παράγοντας δευτεραγωνιστούν, μια ιστορία των Ελλήνων και όχι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια ιστορία στην οποία δεν μπορούν να ευρεθούν όλα τα ονόματα των γνωστών αγωνιστών κάθε επαρχίας, ούτε να εντοπιστούν όλες οι ένοπλες συμπλοκές της ξηράς και της θάλασσας. Δεν πρόκειται για ένα εγχειρίδιο, ούτε για μια εγκυκλοπαίδεια του ’21, αλλά για μια προσέγγιση, που περιέχει όλα όσα είναι απαραίτητα για να αποδοθεί η περιπλοκότητα των γεγονότων, να εξηγηθεί και να αποτιμηθεί η πορεία τους με πλήρη επίγνωση των επιστημονικών νοοτροπιών, αλλά χωρίς θεωρητικές αναλύσεις και χρήση εργαλείων της πολιτισμικής ιστορίας. Είναι μια μελέτη πρωτίστως της κοινωνικής ιστορίας της Επανάστασης, δευτερευόντως της στρατιωτικής, πολιτικής, οικονομικής, διπλωματικής ή των ιδεών, στο μέτρο που οι διαστάσεις αυτές είναι απαραίτητες για την εξιστόρηση, μια μελέτη για τον κάθε φιλίστορα Έλληνα, Ευρωπαίο ή Αμερικανό και όχι μόνον για τους ειδικούς.

Όμως τα προβλήματα μιας τέτοιας εξιστόρησης δεν τελειώνουν εδώ. Το τρίτο ζητούμενο είναι η πορεία της αφήγησης και νομίζω ότι αυτή είναι που κάνει το βιβλίο του Μαζάουερ εξαιρετικό. Προφανώς ένα ιστορικό βιβλίο εξ ορισμού έχει ως βασικό άξονα αφήγησης τον χρόνο. Πώς όμως να συντεθούν σε μια ενιαία χρονική εξιστόρηση όλα τα θέματα που εξελίσσονται ταυτόχρονα, σε διαφορετικά μέρη του ελληνικού, οθωμανικού, ευρωπαϊκού και αμερικανικού χώρου, θέματα που ενίοτε έχουν δική τους «προϊστορία», χωρίς να απουσιάζουν από την αφήγηση αυτήν οι άνθρωποι; Οι αναγνώστες θα μείνουν έκπληκτοι, όπως έμεινα και εγώ, διαβάζοντας μια σύνθεση 20 μερών (εισαγωγής, 18 κεφαλαίων και επιλόγου) με τη μορφή ενός συναρπαστικού και λεπτομερώς επεξεργασμένου σεναρίου. Ενώ η γενική αφήγηση είναι χρονολογική, σε κάθε κεφάλαιο το βάρος πέφτει σε διαφορετικό θέμα ή περιοχή. Με την ευκαιρία αυτή γίνονται αναδρομές σε όσες πληροφορίες είναι απαραίτητες για πρόσωπα, τόπους, θεσμούς, για προγενέστερα γεγονότα ή για το πλαίσιο του κάθε κεφαλαίου. Κι όλα αυτά σε συνεχές κείμενο, χωρίς να διασπαστεί η αφήγηση σε υποκεφάλαια. Είναι ελάχιστες οι φορές (κάτω από πέντε σε 450 σελίδες) που ο συγγραφέας, μέσα στο πυκνό δίκτυο της ροής των πληροφοριών, αναγκάζεται να γράψει «όπως είπαμε»ˑ γιατί όλα έχουν μπει –με θαυμαστό τρόπο– στη σωστή τους θέση.

Το επίτευγμα αυτό γίνεται ακόμη σημαντικότερο αν ληφθούν υπ’ όψιν οι ειδικότερες διαστάσεις που δίνει στην αφήγησή του ο Μαζάουερ, προκειμένου να κερδίσει τον αναγνώστη και να τον βάλει στο κλίμα της εποχής: ζωντανές περιγραφές μαχών και ναυμαχιών, τόπων και τοπίων, βιογραφικά αλλά και φυσιογνωμικά στοιχεία ελλήνων καπετάνιων και προκρίτων, τούρκων και αλβανών πασάδων και πολλών φιλελλήνων, περιστατικά σημαντικά αλλά και όψεις της καθημερινότητας, που σκιαγραφούν νοοτροπίες, αλλά και fast forward αναφορές, που δένουν τη ματιά του σύγχρονου περιηγητή της Ελλάδας με την ιστορική. Γνωρίζει ο συγγραφέας ότι από την αφήγησή του δεν πρέπει να λείπουν ούτε τα άφθονα ελληνικά εγκλήματα πολέμου, ούτε τα σχεδόν άγνωστα στους μη ειδικούς τραγικά πρόσωπα γυναικών και παιδιών που δουλώθηκαν, των γυναικών των χαρεμιών που αιχμαλωτίστηκαν, ούτε οι περιπέτειες των προσφύγων, ούτε η αγωνία της διαβίωσης των γεωργών και των ναυτικών. Γνωρίζει επίσης ότι δεν μπορεί να αποφύγει τις εκτενέστερες αναφορές στους γνωστούς πρωταγωνιστές του Αγώνα, αλλά πρέπει να τις αποτιμήσει κριτικά, όχι για να τους υποβαθμίσει, αλλά για εξηγήσει –χωρίς να αποκρύψει– τις πολλές φορές αντιφατικές επιλογές τους. Και, βέβαια, από τη στιγμή που απευθύνεται καταρχάς σε αγγλόφωνο κοινό, έχει υποχρέωση να εμβαθύνει σε όλες τις όψεις του αμερικανικού και δυτικοευρωπαϊκού φιλελληνισμού και του συναφούς ελληνικού δημόσιου δανεισμού. Στο τελευταίο (18ο) κεφάλαιο μας δίνει μια συνοπτικότερα εικόνα των εξελίξεων μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, βασισμένη κυρίως στις προσωπικές ιστορίες, ανδρών, γυναικών και παιδιών της Επανάστασης, η οποία καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 19ο αιώνα.

Το βιβλίο του Μαζάουερ είναι η πληρέστερη αφήγηση που έχω διαβάσει έως τώρα για το ’21, συγκλονιστική κυριολεκτικά σε ορισμένα κεφάλαια, όπως της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Ενσωματώνει την πιο πρόσφατη έρευνα και καταφέρνει να δώσει μια συνολική εικόνα μιας κοινωνίας που ενεπλάκη σε ένα εγχείρημα που, καταφανώς, την ξεπερνούσε. Για τον λόγο αυτό ο συγγραφέας καταλήγει, εν είδει επιλόγου, μέσα από την παρουσίαση της ανάδειξης της Τήνου σε κέντρο προσκύνησης, στην «οικονομία του θαύματος». Αυτή η λέξη περιγράφει περισσότερο από πολλές άλλες τι συνέβη κατά την Ελληνική Επανάσταση. Η αντοχή του ελληνικού λαού και η ευτυχής εξέλιξη των συγκυριών δεν μπορεί να αποδοθεί διαφορετικά.

Το μεταφραστικό εγχείρημα ενός τέτοιου βιβλίου (όπως και η συγκρότηση βιβλιογραφίας και αναλυτικού ευρετηρίου) είναι τιτάνιο. Το αγγλόγλωσσο βιβλίο του Μαζάουερ είναι γεμάτο από παραθέματα, όρους και διανθισμένο με ιδιωματικό λεξιλόγιο της εποχής. Όλα αυτά που αντλήθηκαν από ελληνικές πηγές και μεταφράστηκαν αρχικά στα αγγλικά έπρεπε να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή. Αυτό σημαίνει από μόνο του, για τον μεταφραστή Κώστα Κουρεμένο και τον επιμελητή Κώστα Λιβιεράτο, μια νέα έρευνα των πηγών. Έπρεπε επίσης η αφήγηση του συγγραφέα να αποδοθεί με έναν τρόπο εξίσου επιμελημένο, εξεζητημένο και ζωντανό, ώστε να αποδοθούν στη δημοτική η ειρωνεία, ο σαρκασμός, τα υπονοούμενα και οι χαρακτήρες των ανθρώπων. Όλοι οι στόχοι επιτεύχθηκαν. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής ολοκλήρωσαν μια εντυπωσιακή μελέτη, με τη μορφή μιας αριστοτεχνικής αφήγησης που, παρά την έκτασή της, μπορεί να διαβαστεί απνευστί.