σύνδεση

Οι μεταμορφώσεις των ελληνικών θεών

Οι μεταμορφώσεις των ελληνικών θεών Απεικόνιση του θεού Δία/ Σέραπι/ Αχούρα Μάζντα και πιστού, περ. 3ος αιώνας μ.Χ., τερακότα και γκουάς. Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.

 

 

Robert Parker, O ἑλληνικοὶ θεοὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ὀνόματα, χαρακτήρες, μεταμορφώσεις. Μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης. Ἐπιστημονική ἐπιμέλεια Μαρία Πατέρα, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2021, σσ. 438

 

Το βιβλίο αυτό του γνωστού ιστορικού της αρχαίας ελληνικής θρησκείας Ρόμπερτ Πάρκερ βασίζεται στις διαλέξεις που έδωσε στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο πλαίσιο του κύκλου των περίοπτων Sather Lectures και έχει ως αντικείμενό του την παρουσία των Ελλήνων θεών έξω από τον στενό ορίζοντα του ελληνικού κόσμου, την πρόσληψή τους από τους ξένους εκείνους λαούς, που υπέστησαν την πολιτιστική επιρροή του ελληνισμού, και κυρίως την ονοματοδότησή τους. Φυσικά στον ορίζοντα των αναζητήσεων του μελετητή εισέρχεται και το ζήτημα της πρόσληψης ξένων θεοτήτων από τον ελληνικό κόσμο, της αναζήτησης, των μυθικών ή όχι, σχέσεών τους με τις αντίστοιχες ελληνικές θεότητες, και της αντίστοιχης ονοματοδότησής τους.

Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας δίνει μερικές κατατοπιστικές πληροφορίες σχετικά με την ονοματοδοσία των ελληνικών θεών στην κλασική περίοδο. Επισημαίνει ότι οι θεότητες αυτές δεν διαθέτουν κατά κανόνα ομιλούν όνομα, δηλαδή όνομα που να δηλώνει ξεκάθαρα τις ιδιότητές τους. Το όνομά τους είναι ως επί το πλείστον ένα και μοναδικό, χωρίς, ωστόσο, να είναι σημασιολογικά διαφανές, άλλο αν αργότερα οι Έλληνες προσπάθησαν να δουν τι σημαίνει, για παράδειγμα, Αλέα Αθηνά, προσφεύγοντας στην παρετυμολογία. Τα ονόματα των ελληνικών θεοτήτων λοιπόν δεν παύουν να είναι ασαφή και σκοτεινά ως προς την προέλευσή τους. Τίτλοι ή επιθετικοί προσδιορισμοί αποδίδονται σε θεότητες των μυστηρίων ή θεούς που προκαλούν τρόμο. Στη λατρεία, ωστόσο, οι θεοί έχουν κι ένα επίθετο, το οποίο λειτουργεί ως δεύτερο όνομα, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μπορεί σε ώρα ανάγκης να απευθυνθεί στον θεό που θέλει, να τον επικαλεστεί και να του ζητήσει μια χάρη. Με το επίθετο αυτό καταρχήν ο θεός που λατρεύεται σε έναν τόπο διακρίνεται από τον ίδιο θεό που λατρεύεται σε άλλον, ενώ παράλληλα μπορεί να αναδεικνύεται μία από τις πολλαπλές ιδιότητες ή λειτουργίες του. Αν κι ο Χέρμαν Καρλ Ούζενερ (Hermann Karl Usener), μεγάλος κλασικός φιλόλογος του 19ου αι., πίστευε ότι τα επίθετα αυτά ονομάτιζαν αρχικά ανεξάρτητες θεότητες και αργότερα αποδόθηκαν στους μεγάλους γνωστούς θεούς, στους οποίους «συγχωνεύτηκαν» οι αρχικά ανεξάρτητες θεότητες, η άποψη αυτή δεν επαληθεύεται από τα πράγματα παρά σε λίγες περιπτώσεις. Δεν γνωρίζουμε στην πραγματικότητα πώς δημιουργήθηκαν τα χιλιάδες επίθετα που αποδίδονται στους θεούς των Ελλήνων.

Αφού ξεκαθάρισε τι ισχύει και τι δεν ισχύει σχετικά με τη χρήση των ονομάτων των θεών των Ελλήνων, στο επόμενο κεφάλαιο ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο ζήτημα της interpretatio, δηλαδή της ταυτοποίησης ξένων θεοτήτων εκ μέρους των Ελλήνων (και των Ρωμαίων) με δικές τους, γηγενείς θεότητες. Το φαινόμενο φυσικά δεν περιορίζεται στον κλασικό κόσμο. Οι Βαβυλώνιοι, για παράδειγμα, προσπαθούσαν να ταυτίσουν τις θεότητες των Σουμερίων με θεούς από το δικό τους πάνθεο, οι αρχαίοι Εβραίοι, όταν λάτρευαν τον Γιαχβέ, πριν επικεντρωθεί η λατρεία τους στην Ιερουσαλήμ, δεν δίσταζαν, παρά τις διαμαρτυρίες των προφητών, να συγχέουν τον Θεό τους με τον Βάαλ ή άλλες θεότητες των Φοινίκων κ.λπ., ιδιαίτερα στα μέρη που προϋπήρχε Καναανιτική λατρεία (π.χ. στη Συχέμ ή στη Βεθήλ). Η διαδικασία, για να γυρίσουμε στους Έλληνες, μπορούσε να λάβει τη μορφή απλής ταύτισης, Έτσι, για παράδειγμα, ο Ηρόδοτος μας λέει ότι ο Αιγύπτιος Φθα είναι ο Ήφαιστος. Άλλη μορφή της interpretatio είναι η συμπαράθεση, από την οποία προκύπτει για παράδειγμα ο Άμμων Ζευς, ή ο συνδυασμός του ονόματος του θεού με έναν γεωγραφικό προσδιορισμό, π.χ. Άρτεμις Περσική. Το εγχείρημα φυσικά παρουσίαζε δυσκολίες, εφόσον πολύ σπάνια οι ταυτιζόμενες θεότητες έμοιαζαν πραγματικά μεταξύ τους. Δεν υπάρχει, κατά τον συγγραφέα, ένα μόνο μοντέλο ταύτισης ούτε μία μόνο δυνατότητα ερμηνείας των ομοιοτήτων. Ούτε μπορούμε να απαντήσουμε με απόλυτη βεβαιότητα στο ερώτημα, ποιος έκανε και ποιος επέβαλε τις ταυτίσεις αυτές. Μπορεί να ήταν κάποιοι λόγιοι που έδιναν το έναυσμα για την όλη διαδικασία, όμως συνήθως είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε από πού προέρχεται η κάθε interpretatio. Bέβαια οι ελληνικές θεότητες είχαν διαδοθεί στους μη ελληνικούς λαούς της Μικράς Ασίας πριν από τον Μ. Αλέξανδρο, κι αυτοί οι λαοί ίσως ήταν οι πρώτοι φορείς των σχετικών ταυτίσεων. Δεν μπορεί να μας διαφεύγουν και οι διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες, π.χ. υπάρχει μια, αμφίβολης βέβαια εγκυρότητας, μαρτυρία του Ιώσηπου ότι οι Σαμαρείτες, για να αποφύγουν τις διώξεις του Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς, του πρότειναν να μετονομάσουν τον ναό τους στο όρος Γαριζίμ σε ναό του Ελληνίου Διός! Φυσικά η διαδικασία είχε συχνά σαν αποτέλεσμα την εξαφάνιση τοπικών θεοτήτων, που κατέστησαν αδιάγνωστες πίσω από τα ελληνικά ονόματα Ερμής, Αθηνά ή άλλα παρόμοια. Μια άλλη συνέπεια της όλης κατάστασης ήταν ότι η λατρευτική κοινότητα μέσω της διαδικασίας της interpetatio είχε τη δυνατότητα να αποδίδει νέες ιδιότητες στον παλιό τοπικό θεό, ή και να εμβαθύνει σε ιδιότητες υπάρχουσες από πριν, οι οποίες όμως δεν είχαν καταστεί πλήρως συνειδητές. Πάντως η διαδικασία είναι, κατά τον Πάρκερ, αρκετά περίπλοκη και η ένταξη σε γενικευτικά σχήματα μάλλον δεν βοηθά κατά την άποψή του.

Ύστερα από τα κάπως γενικά αυτά κεφάλαια, ο συγγραφέας στις ενότητες που ακολουθούν υπεισέρχεται σε ειδικότερα ζητήματα, προχωρώντας στη μελέτη του φαινομένου της interpretatio κατά περίπτωση. Βέβαια ένας ξένος θεός μπορεί να λατρευτεί από τους Έλληνες με το δικό του όνομα. Μπορούσε επίσης να αποδοθεί στον ξένο θεό μια έκφραση ελληνική (συνήθως επίθετο) που δεν είχε αποδοθεί ποτέ σε ελληνική θεότητα, π.χ. Όσιος, Δίκαιος ή Θεανδρίτης (συριακή θεότητα), ή ακόμη και «Οι Δύο Αδελφοί» (όχι ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά μάλλον δυο θεοί-κροκόδειλοι στην Αίγυπτο!). Όταν εισάγονται ελληνικά θεωνύμια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως ένας συνδυασμός, είτε με όνομα μιας άλλης μείζονος θεότητας, είτε με γεωγραφικό ή άλλο προσδιορισμό (π.χ. εθνωνύμιο). Μπορούσε το δεύτερο σκέλος του συνδυασμό να είναι ένα ομιλούν επίθετο. Η Αίγυπτος, η χώρα των θεών με τα πολλά ονόματα, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση, εφόσον οι μαρτυρίες που έχουν σωθεί είναι πολυάριθμες και σημαντικές. Έτσι έχουμε τον Πάνα Εύοδο, την Ίσιδα Λοχία, την Ίσιδα Πελαγία, την Ίσιδα Εύπλοια, κι ένα πλήθος άλλων περιπτώσεων, που δείχνουν πόσο ζωντανή αλλά και περίπλοκη ήταν η διαδικασία της interpretatio, και πόσο ευρύ ήταν το φάσμα των δυνατοτήτων της ονοματοδοσίας.

Η ονοματοδοσία όμως είχε και ορισμένες «θεολογικές» συνέπειες. Βλέπουμε ενίοτε το όνομα του θεού να συνοδεύεται από μια γενική ενός προσώπου. Καμιά φορά έτσι δηλωνόταν το πρόσωπο που είχε μια ειδική σχέση με τη θεότητα, είχε δεχτεί π.χ. μια αποκάλυψη, ή ήταν δέκτης ενός θαύματος. Μπορούσε ακόμη το πρόσωπο που δηλώνεται σε γενική να είχε σχέσεις τρόπον τινά οικογενειακές με τη θεότητα, να ήταν δηλαδή ο ο θεός «πατρώος», πατρογονικός του συγκεκριμένου προσώπου, όπως έλεγαν οι αρχαίοι. Υπάρχουν κι αναφορές σε μια υπέρτατη θεότητα, τον Κύριο του Κόσμου, ή τον Ύψιστο Θεό, ή την Αγία Καταφυγή, ή απλούστερα «το θείον». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πατέρας του Μ. Βασιλείου, πριν γίνει Χριστιανός, ανήκε σε μια ομάδα λατρευτών της ύψιστης θεότητας, των Υψιστάριων, ίχνη των οποίων βρίσκουμε σε όλη την ανατολική πλευρά της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ίσως και στην Κριμαία ακόμη. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για θεότητα παραδοσιακού τύπου, ή για νέου τύπου θεότητα, υπέρτερη και διαφορετική από τις γνωστές μέχρι τότε, ίσως και μοναδική. Οι απόψεις διίστανται και είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσει κανείς με ασφάλεια τι ακριβώς συνέβαινε, ωστόσο ο συγγραφέας δεν αποδέχεται την άποψη όσων πιστεύουν ότι η ύπαρξη τέτοιου είδους θεοτήτων υποδηλώνει τάση για μονοθεϊσμό. Ακόμη και τα παραδοσιακά επίθετα μέγας (ή μέγιστος), αγνός, άγιος (δεν χρησιμοποιείται στην κλασική περίοδο σαν επίθετο θεού), αθάνατος, κύριος (στους κλασικούς αιώνες χρησιμοποιείται μόνο για ανθρώπους με κύρος) χρησιμοποιούνται με νέο περιεχόμενο, ελάχιστα παραδοσιακό, μετά την κλασική εποχή. Η χρήση, παραδείγματος χάριν, του όρου «κύριος» για θεούς αποτελεί απτή απόδειξη της πολιτισμικής αλληλεπίδρασης του ελληνισμού με ξένα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Είναι ενδεικτικό από την άποψη αυτή ότι το συγκεκριμένο επίθετο στη μετάφραση της ΠΔ χρησιμοποιείται για την απόδοση του ονόματος του Θεού των Εβραίων από τους Εβδομήκοντα, αλλά και για την Ίσιδα από τους Αιγύπτιους. Όμως –κι αυτό είναι ενδεικτικό της οπτικής γωνίας του–, και πάλι ο συγγραφέας διστάζει να προχωρήσει σε μια σύνθεση, την οποία θεωρεί προφανώς απλουστευτική.

Το προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη Δήλο, το μεγάλο εκείνο χωνευτήρι, στο οποίο συναντώνται πολιτισμοί, λατρείες και θρησκευτικές νοοτροπίες με ειρηνικό τρόπο και παράγουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Μέρος του κεφαλαίου αφιερώνεται στον γνωστό Απολλώνιο που μετέφερε στο νησί από την Αίγυπτο τη λατρεία του Σάραπι. Στον επίλογο συνοψίζονται τα συμπεράσματα με περιεκτικό και κατανοητό τρόπο, ενώ σε παραρτήματα εξετάζονται ειδικότερα θέματα, όπως η μετακλασική χρήση του επίθετου «Ουράνιος», η interpretatiο στην Ινδία, κ.ά.

Δεν ξέρω αν ο αναγνώστης απέκτησε μία αμυδρή έστω εικόνα του πλούτου των πληροφοριών που περιέχει το βιβλίο αυτό από την παραπάνω συνοπτική απόδοση του περιεχομένου του. Αυτό που ίσως λείπει –και το λέω αυτό με όλο το θράσος του αδαούς–, είναι μια θεωρητική προσέγγιση των ζητημάτων που θα έδινε περισσότερη συνοχή στο υλικό, αλλά και θα καθιστούσε ευχερέστερη την παρακολούθηση της πορείας της έρευνας του συγγραφέα εκ μέρους του αναγνώστη. Ο αγγλοσαξονικός εμπειρισμός δημιουργεί στον συγγραφέα απέχθεια προς κάθε λογής πρόχειρες γενικεύσεις και προς τις εύκολες και φαινομενικά πειστικές θεωρητικές κατασκευές, που καταρρέουν, ωστόσο, με το πρώτο αντιπαράδειγμα που θα προσαχθεί από την έρευνα. Όμως οι θεωρητικές αυτές συλλήψεις πολλές φορές, έστω κι αν δεν καλύπτουν πλήρως την πολλαπλότητα ούτε ανταποκρίνονται πλήρως στην πολυπλοκότητα των φαινομένων που εξετάζονται είναι χρήσιμες, με την έννοια των κανόνων της γραμματικής: ακόμη και όταν δεν έχουν γενική ισχύ, συμβάλλουν οπωσδήποτε στην ευκολότερη διαπίστωση των εξαιρέσεων, οι οποίες ανατρέπουν (αλλά και στηρίζουν καμιά φορά) τις επιστημονικές βεβαιότητες.