σύνδεση

Ένα πολιτικοποιημένο Άρλεκιν

Ένα πολιτικοποιημένο Άρλεκιν Αντόνιο Λόπεθ Γκαρθία, "Μορφές σε σπίτι", 1967, Ίδρυμα Χουάν Μαρτς, Μαδρίτη.

 

Φερνάντο Αραμπούρου, Πατρίδα, μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, Πατάκη, Αθήνα 2018, σελ. 718

 

 

Δεν ξέρω αν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις βιβλίων ενισχύουν τη φιλαναγνωσία ή αν καταρρακώνουν τη λογοτεχνία. Προσφέρουν βέβαια μια ενημέρωση, όπως κάθε άλλη διαφήμιση. Αλλά το πόσο οικονομικά ζεσταίνει η τάδε σόμπα, ποια ορθοπεδική ζώνη ανακουφίζει τη μέση ή σε πόσες μηνιαίες δόσεις αποκτάται ένα καινούργιο μοντέλο αυτοκινήτου, δεν συνιστούν ιδεώδες οπτικοακουστικό πλαίσιο για να γνωστοποιηθεί, παρεμπιπτόντως, και πώς το Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου ανάγει την τέχνη σε νόημα της ζωής ή πόσο συμπυκνώνει τη σκέψη της νεωτερικότητας το Μαγικό βουνό. Τα παραδείγματα είναι ίσως υπερβολικά, δεδομένου ότι δεν αφορούν επανεκδόσεις βιβλίων του Προυστ ή του Τόμας Μαν οι τηλεοπτικές διαφημίσεις. Ούτε τις Ρολς-Ρόυς ή τις Μπουγκάτι αφορούν, όμως. Κατά κανόνα, βιβλία που διαφημίζονται στην τηλεόραση στηρίζουν τη φιλοκαλία όπως κάποιες ζώνες λύνουν τα προβλήματα του λουμπάγκο. Για αστυνομικά με στοιχεία θρίλερ πρόκειται, συνήθως, για θρίλερ που έχουν και κάτι από γοτθικό μυθιστόρημα, για διάφορες αποχρώσεις του γκρι ή κάποια από τα ατελείωτα έργα του Στήβεν Κινγκ, στην καλύτερη περίπτωση.

Το ενδιαφέρον με το βιβλίο του Αραμπούρου είναι ότι βρίσκεται, ιππαστί, μεταξύ βιβλίων που δεν έχουν θέση σε τηλεδιαφημίσεις κι εκείνων που ευλόγως έχουν. Η αναγραφόμενη στο εξώφυλλο αξιολόγηση της εφημερίδας El País –«Αυτό που κατάφερε ο Τολστόι με το Πόλεμος και Ειρήνη το καταφέρνει ο Αραμπούρου με την Πατρίδα»– είναι, σίγουρα, προκλητική. Τα μακελειά που προκάλεσε η βασκική αυτονομιστική τρομοκρατία της ΕΤΑ μεταξύ 1968 και 2010, με ανακωχές τις οποίες αθετούσε συνεχίζοντας να δολοφονεί, να εκβιάζει ή να ανατινάσσει αντιπάλους και ατυχείς περαστικούς, δύσκολα συγκρίνονται με το μεγαλειώδες μωσαϊκό της ρωσικής κοινωνίας στο ξεκίνημα του 19ου αιώνα και την πυρπόληση της Μόσχας κατά τη ναπολεόντεια εκστρατεία. Όσο για το ύφος, η σύγκριση είναι ακόμα πιο δύσκολη. Σε κάθε καλοδουλεμένο κείμενο μπορεί κανείς να διακρίνει επιτονισμούς της φωνής του συγγραφέα. Στον Τολστόι, όπως έχει επισημάνει ο Χάρολντ Μπλουμ[1], αυτή η φωνή «δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να δει τα πράγματα σαν να τα έβλεπε πρώτη φορά, ενώ συγχρόνως του δημιουργεί την αίσθηση πως ήδη τα γνωρίζει. Αυτή η αίσθηση του να είσαι ξένος και παράλληλα εξοικειωμένος φαντάζει παράδοξη, αλλά αυτή είναι η κατεξοχήν ατμόσφαιρα του Τολστόι». Στον Αραμπούρου, η σχετική «φωνή» είναι ένας προφορικός χείμαρρος (στην ορμή του οποίου παρασύρονται και κάποια απροσδόκητα «εγώ» σε μια σταθερά τριτοπρόσωπη αφήγηση) ή, ορθότερα, ένα γλυκόηχο μουρμουρητό που δείχνει όσα ο αναγνώστης με ευκολία προβλέπει, πριν ακόμη διατυπωθούν.

Γεωγραφικό πλαίσιο της πλοκής είναι ένα χωριό της Χώρας των Βάσκων, μεταξύ Μπιλμπάο και Σαν Σεμπάστιαν. Χρονικό πλαίσιο η περίοδος μετά τον θάνατο του Φράνκο και της δικτατορίας του, κατά την οποία τα αιτήματα αυτονομίας και σοσιαλισμού (ή «Γης Και Ελευθερίας», απ’ όπου τα αρχικά ΕΤΑ) γίνονται πρόσχημα τρομοκρατικής δράσης για διάφορες φράξιες «αγωνιστών»[2]. Αφηγηματικό πλαίσιο, τέλος, είναι δυο οικογένειες που από φίλες, αρχικά, περνούν περίπου τριάντα χρόνια εχθρότητας μέχρι να καταλαγιάσουν τα πάθη. Οι γυναίκες φίλες από τα νιάτα τους, οι σύζυγοι σύντροφοι στις εκδρομές του ποδηλατικού συλλόγου, τα παιδιά τους –δυο αγόρια και μία κόρη, για τη μια οικογένεια, γιος και κόρη για την άλλη– επίσης σε πολύ φιλικές σχέσεις. Με τα τρία μικρά της πρώτης και φτωχότερης να επωφελούνται από τα δώρα που τους έκανε ο σχετικά ευκατάστατος, καθώς ήταν ιδιοκτήτης εταιρείας μεταφορών, πατέρας της άλλης. Μέχρι που ο μεγάλος γιος της φτωχότερης περνά στην παρανομία της ΕΤΑ, ενώ η οργάνωση, άσχημα πληροφορημένη εξαιτίας του φθόνου των συγχωριανών, απαιτεί τεράστια ποσά από τον ευκατάστατο πατέρα. Η άρνηση (και η αδυναμία του) να καταβάλει τέτοια ποσά οδηγούν στον στιγματισμό του από τους φθονερούς συγχωριανούς και τελικά στη δολοφονία του, με πιθανό εκτελεστή τον μεγάλο γιο της άλλης οικογένειας.

Οι όροι της τραγωδίας έχουν τεθεί και η κορύφωση έρχεται με τη σύλληψη του μεγάλου γιου για κακουργήματα που περιλαμβάνουν, ίσως, τη δολοφονία και του τέως οικογενειακού φίλου. Η απαρηγόρητη χήρα αγωνιά να μάθει, πριν πεθάνει, εάν αυτός πυροβόλησε τον άντρα της, ενώ η παλιά φίλη μα και αφοσιωμένη μητέρα υπερασπίζεται τον φυλακισμένο γιο της για την «πατριωτική» του αυτοθυσία. Παρά τη ρήξη μεταξύ των δύο γυναικών, η οποία κρατά τον κεντρικό μίτο της πλοκής, τα υπόλοιπα μέλη των δυο οικογενειών διαφοροποιούνται ποικιλοτρόπως. Κι εκεί είναι που το πολιτικό μυθιστόρημα αποκτά χροιές Άρλεκιν.

Ο Αραμπούρου, όπως κάθε καλός συγγραφέας, αντιμετωπίζει όλους τους ήρωές του με την ίδια τρυφερότητα. Κάποιους με λίγο μεγαλύτερη, είναι η αλήθεια, μα δεν αφήνει κανέναν απ’ έξω – ούτε καν τον πιθανό δολοφόνο. (Αντιπάθειες στρέφονται μόνο σε μερικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως ο παπάς, κάποιοι κακεντρεχείς γείτονες ή κάποιοι ισπανοί πολιτοφύλακες-βασανιστές.) Δικαίως, έτσι, ασχολείται με τα προσωπικά προβλήματα καθενός από τα πέντε παιδιά και με τον πατέρα του τρομοκράτη της ΕΤΑ. Μα με την έκταση που δίνει σε αυτά τα προβλήματα, ώστε να εξηγήσει τις συναισθηματικές παγιδεύσεις σε μιαν άσκοπη εχθρότητα και τις επιμέρους αντιδράσεις που συμβάλλουν στην ύφανση του κεντρικού μύθου, τα αφήνει να αυτονομούνται σε σχεδόν ξέχωρες αισθηματικές νουβέλες.

Η μετά τη δολοφονία κατάθλιψη του γιατρού, γιου του δολοφονημένου, και η γαληνευτική εν συνεχεία σχέση του με μια διαζευγμένη πανέμορφη νοσοκόμα, σχέση που δεν μπορεί να ευοδωθεί εξαιτίας της αθεράπευτης θλίψης του γιου, συνιστά ένα Άρλεκιν από μόνο του, έστω χωρίς happy end. Τυπικό Άρλεκιν είναι η ιστορία της κόρης του δολοφονημένου, με τις αλλεπάλληλες κρίσεις νυμφομανίας που την καταλαμβάνουν ως παρενέργεια της δικής της θλίψης, ώσπου να καταλήξει σε μιαν επισφαλή ευτυχία στην ελεύθερη σχέση της με έναν γοητευτικό και πλούσιο Δον Ζουάν – βγαλμένο κατευθείαν από Άρλεκιν. Δραματική εκδοχή ενός τέτοιου είδους μυθιστορήματος είναι και η ιστορία της καλόκαρδης κόρης του φτωχού ζεύγους και αδελφής του πιθανού δολοφόνου, καθώς παρακολουθούμε τον ατυχή έγγαμο βίο της με έναν γυναικά που της κάνει δυο παιδιά και την εγκαταλείπει οριστικά, όταν αυτή παθαίνει ένα εγκεφαλικό που την αφήνει, σχεδόν τετραπληγική, στις φροντίδες των γονιών της. Τέταρτο Άρλεκιν, πολύ εκσυγχρονισμένο μάλιστα, είναι η ιστορία του μικρού αδελφού της τετραπληγικής και του πιθανού δολοφόνου – ενός φιλομαθούς εφήβου που απέχει από τα πολιτικά πάθη και διαπρέπει ως ποιητής, συγγραφέας παιδικών βιβλίων και ραδιοφωνικός παραγωγός, για να καταλήξει σ’ έναν ευτυχή γάμο με τον προϊστάμενό του, διαζευγμένο και με μία αυτιστική κόρη.

Άλλου τύπου αυτονομήσεις, σε εκτός Άρλεκιν κατευθύνσεις, ακολουθούν οι ιστορίες των λοιπών τεσσάρων βασικών χαρακτήρων. Εκείνη του τρομοκράτη έχει τα χαρακτηριστικά ενός θρίλερ φυλακής, με τη ζωή ενός παραπλανημένου εφήβου που αναζητεί ανδραγαθήματα πολύ περισσότερο από την αυτονομία της «πατρίδας» του, αποκτηνώνεται μέσα στην τρομοκρατική δράση κι αρχίζει πλέον να εξανθρωπίζεται στη διάρκεια των ατελείωτων ετών που περνά ως έγκλειστος. Η ιστορία του φτωχού πατέρα του τρομοκράτη αποτυπώνει τη θλιβερή ζωή ενός φιλάγαθου αγρότη αλλά και άβουλου συζύγου, ανίκανου να επιβληθεί στα παιδιά κι ακόμη λιγότερο στη σύζυγό του – ένα παθητικό θύμα των συνθηκών, με ενεργητικό θύμα των ίδιων συνθηκών τον μεγάλο του γιο. Τέλος, η ιστορία των δύο μητέρων είναι κοινή, αφού στηρίζει όλο τον άξονα της πλοκής. Ο φθόνος εκείνης που παντρεύτηκε τον άβουλο αγρότη προς τη φίλη που παντρεύτηκε τον ευρηματικό επιχειρηματία είναι φανερός. Δεν φτάνει όμως μέχρι το μίσος, όπως δεν φτάνει στο μίσος ο πόνος της χήρας, που δεν παύει να επισκέπτεται τον τάφο του δολοφονημένου και να «συνομιλεί» μαζί του, ώσπου να διαλευκάνει αν ο γιος της παλιάς φίλης πυροβόλησε τον άνδρα της. Αυτή η απουσία μίσους είναι που επιτρέπει, στο τέλος, μια πολύ σεμνή στη βουβαμάρα της συμφιλίωση – σύμβολο της μετά το 2010 οριστικής, μάλλον, κατάπαυσης του πυρός από την ΕΤΑ.

Η από κοινού ύφανση όλων αυτών των ιστοριών αλλάζει τον χαρακτήρα της κάθε μιας, ασφαλώς. Αλλά δεν παύει να αγοράζει κανείς, στη συσκευασία του ενός μυθιστορήματος, τέσσερα Άρλεκιν, ένα θρίλερ φυλακής και δυο νεορεαλιστικά έργα στην παράδοση του Τζοβάννι Βέργκα λόγου χάρη. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις συνθήκες της ζωής στο χωριό και τις σχέσεις μεταξύ συγχωριανών, η όλη ατμόσφαιρα βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά στα χωριά του Βέργκα γύρω από την Κατάνια, στα τέλη του 19ου αιώνα, παρά στη βορειανατολική Ισπανία λίγο πριν τον 21ο. Ανάγκη για εθνική υπερηφάνεια, ελλείψει άλλων αιτίων προσωπικής διάκρισης, συμπεριφορά κοπαδιού, υπό τις παροτρύνσεις του ιερέα, και ταξικός φθόνος προς τους κάπως ευκατάστατους, είναι οι βασικές παράμετροι που κινούν και συνέχουν την κοινότητα, τονίζοντας τις αντιθέσεις της προς τον κοσμοπολιτισμό των μεγάλων πόλεων.

Η σύγκριση με τα Άρλεκιν ακυρώνεται, πάντως, ως προς τη δομή της αφήγησης. Ο Αραμπούρου κατανέμει τις 720 σελίδες του βιβλίου σε 125 σύντομα κεφάλαια, με επιμέρους επεισόδια σε μιαν έντεχνα άτακτη σειρά ‒ «ιδιοφυή», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα. Αρχίζει από τις «συνομιλίες» της χήρας με τον σύζυγό της στον τάφο του δολοφονημένου, συνεχίζει με διαδοχικές αναδρομές στις προ δολοφονίας εποχές, αλλά επανέρχεται κάθε τόσο, με εύλογους συνειρμούς, σε διάφορες φάσεις από τη ζωή των κεντρικών χαρακτήρων ή προχωρά σε μεταγενέστερα επεισόδια, μέχρι την τελική καταλλαγή. Φροντίζοντας να κλείνει το κάθε κεφάλαιο μ’ ένα τρυφερό σχόλιο ή μια χιουμοριστική ατάκα, όποτε έχουν προηγηθεί σπαρακτικές σκηνές.

Επίσης σε μεγάλη διαφορά με τα Άρλεκιν, κλισέ του είδους: «τα απίστευτα αισθησιακά χείλη της», «ξεκούμπωσε το πουκάμισό του με σπασμωδικές κινήσεις», «παλλόμενος πόθος» και τα τοιαύτα απουσιάζουν. Αντίθετα, κυριαρχεί η σχετικά πρόσφατη μόδα της υψηλής λογοτεχνίας, η μόδα της συχνής παράθεσης συνωνύμων. Όπου λ.χ. χρειάζεται να δηλωθεί συναισθηματική αμφιθυμία εμφανίζεται ένα ρηματικό φάσμα στο στυλ: «του ανακοίνωσε / αποκάλυψε / εξήγησε», όπως και «την άγγιξε / χάιδεψε / καθησύχασε» κ.ο.κ. ή ένα φάσμα ουσιαστικών όπως: «ήταν ένας μορφασμός / χαμόγελο / σύσπαση μυών» κ.λπ., άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη ευστοχία.

Με αυτά τα δομικά και υφολογικά χαρακτηριστικά είναι προφανές ότι μάλλον δύσκολα θα γίνει αναγνωστικό κοινό του Αραμπούρου το τρέχον κοινό των Άρλεκιν. Τίποτα δεν εμποδίζει όμως, με πολυβραβευμένα λογοτεχνήματα να προτείνονται και σε αυτό το κοινό, να δούμε το επίπεδό του να ανεβαίνει. Από καιρό, άλλωστε, τα ίδια τα Άρλεκιν έχουν αλλάξει το διαφημιστικό σλόγκαν «Με ένα Άρλεκιν ξεχνιέμαι», σε: «Κάνουν την κάθε σας στιγμή ξεχωριστή». Κάτι που εν προκειμένω, με τα κεφάλαια να παρατάσσονται χωρίς χρονική σειρά, ισχύει και στον Αραμπούρου. Το δηλώνει κι ο ίδιος, σχεδόν καθαρά, όταν στη φάση της καταλλαγής ο γιος του δολοφονημένου αποφασίζει να παραστεί σε μια εκδήλωση προς τιμήν των θυμάτων της ΕΤΑ. Εκεί, «ένας συγγραφέας» εξηγεί στο κοινό ότι έγραψε ένα βιβλίο στο οποίο «μέσω της λογοτεχνικής μυθοπλασίας» εκθέτει τη «μαρτυρία» του για «τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν από μια τρομοκρατική συμμορία». Ένα βιβλίο: «εναντίον του εγκλήματος που διαπράττεται με πολιτικό πρόσχημα, στο όνομα μιας πατρίδας όπου μια χούφτα ενόπλων, με την επαίσχυντη υποστήριξη ενός τμήματος της κοινωνίας, αποφασίζει ποιος ανήκει στην εν λόγω πατρίδα και ποιος πρέπει να την εγκαταλείψει ή να εξαφανιστεί». Για να κλείσει τις εξηγήσεις του με την επισήμανση: «Επιχείρησα να αποφύγω τους δυο κινδύνους που θεωρώ σοβαρότερους σ’ αυτό το είδος λογοτεχνίας: τους σπαρακτικούς, συναισθηματικούς τόνους από τη μία· από την άλλη τον πειρασμό να σταματήσω την αφήγηση για να πάρω με απερίφραστο τρόπο πολιτική θέση» (σ. 611-12).

Ε, λοιπόν, παρά τις καλές προθέσεις και την έντεχνη αφήγηση (εξαιρετικά καλά μεταφρασμένη στην ελληνική έκδοση, με ζωντανή την ατμόσφαιρα του τόπου και τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα), τους «σοβαρότερους κινδύνους» ο Αραμπούρου δεν νομίζω πως τους απέφυγε. Και συναισθηματισμός υπάρχει και σαφής πολιτική θέση. Εξ ου η κατάληξη σ’ ένα «πολιτικοποιημένο Άρλεκιν».


 

 

[1] Βλ. Χάρολντ Μπλουμ, Ο Δυτικός κανόνας, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, επιμ. Δημήτρης Αρμάος, Gutenberg, Αθήνα 2007, σ. 417.

[2] Περίπου όπως εδώ, η «αντιστασιακή» δράση της «17 Νοέμβρη» αρχίζει μετά το τέλος της Χούντας, μέσα στο πλαίσιο των δεσμεύσεων ενός δημοκρατικού συστήματος δικαίου.